Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013


Σε αναγνώστη

Έλα περίλαμπρο να δώσεις φως
Σ’ ανήλιαγες κλειστές σελίδες
Άκου τους κραδασμούς πίσω απ’ τις λέξεις
Εσένα περιμένουνε να τις αγγίξεις
Να σκύψεις ανυπόμονα
Πάνω στο κίτρινο των φύλλων
Την πεθαμένη σκόνη και τα έντομα
Τη μύτη κλείνοντας στη μυρωδιά της μούχλας
Που αναδίδει η λησμονιά

Έλα αναγνώστη
Παραμέρισε τα εμπόδια
Κι απερίσπαστος βυθίσου
Στων γηραλέων βιβλίων τη σαγήνη

Εκείνα περιμένουν χρόνια σ’ ένα ράφι
Των απαλών δακτύλων σου την επαφή
Και τ’ ανυπόμονό σου βλέμμα
Όπως οι ξεχασμένοι των γηροκομείων

Από την ποιητική συλλογή ''Τα νεαρά ποιήματα'' Εκδόσεις Γαβριηλίδη 2013

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013


Ζαχαρία Κατσακού

Ρένα Πετροπούλου - Κουντούρη, Στον κήπο της μνήμης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011
Δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό ‘’Κουκούτσι’’ Τεύχος 5

Περιπλάνηση στη θλίψη των πραγμάτων

Το βιβλίο «Στον κήπο της μνήμης», της Ρένας Πετροπούλου - Κουντούρη, αποτελεί ουσιαστικά μια προσωπική περιπλάνηση στον έρωτα και στον θάνατο. Το ποιητικό corpus συγκροτείται από τρία μέρη (Lacrimae rerum, Έρωτες πλάνητες, Αποδημία), ενώ η μνήμη, κεντρικό και πολυεστιακό σήμα, εγγράφεται άλλοτε ως ποιητική μορφή, άλλες φορές ως αφετηρία δηλώσεων και συνυποδηλώσεων, λειτουργεί επίσης ως υπαρξιακό αρχέτυπο, τέλος ως συναγωγός δεσμός υπόγειων διαδρομών, συναιρώντας έτσι το αίσθημα των τριών μερών σε ένα ενιαίο σύνολο ποιητικής συγκίνησης με ταυτότητα και στόχο. Το τελευταίο μέρος (Αποδημία) είναι το μικρότερο σε έκταση και μοιάζει να αυτονομείται, αφού σ΄ αυτό εγγράφεται η πλέον προσωπική και βιωματική κατάθεση της μνήμης του θανάτου και της αναπαράστασης ενός κύκλου που συμπληρώθηκε οριστικά.
Η περιπλάνηση αυτή εκκινεί από την ανάγκη της ποιήτριας να παρατηρήσει τον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο, τοπίο αναγκαστικής συνθήκης και καταφυγής, καθώς και σημείο αναστοχασμού (Μ΄ ένα χαμόγελο μισοφέγγαρο, Στο έλεος του ουρανού), να σηματοδοτήσει και να περιγράψει κίνητρα και επιθυμίες (Η θάλασσα εντός μου), να αποκαταστήσει τελικώς την ύλη των αισθημάτων (Πήλινοι θνητοί). Στους Έρωτες πλάνητες, μέρος με ιδιαίτερη λειτουργικότητα στον κορμό της συλλογής -κινείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην εξομολόγηση και τη «σιωπηλή» έκρηξη του αισθήματος- συντελείται η παραδοχή της πλάνης του έρωτα και η θρυπτική έκφρασή της μέσα από στίχους που εκβάλλουν σε όχθες παραλλήλων και αντιθέτων ζευγών. Η Αποδημία δεν είναι παρά η προσωπική κατάθεση θανάτου ή η επιστροφή στο μονολογικό "εγώ" του ποιητικού υποκειμένου που θρηνεί την απώλεια αγαπημένων προσώπων.
Η συλλογή προτείνει μια ενδιαφέρουσα όσο και επικίνδυνη μείξη: Lacrimae (η ύλη και ο στοχασμός της παρατήρησης που οδηγεί στη θλίψη των πραγμάτων), Έρωτας (που καταλήγει στην ηρωική αποδοχή της «θριαμβευτικής» ματαιότητάς του), θάνατος (που σπονδυλώνεται μέσα από τη θνητότητα της ύπαρξης και την ποιητική μελέτη του βιώματος). Και είναι τολμηρή η μείξη αυτή, γιατί είναι σπάνιες οι φορές που το προσωπικό βίωμα βρίσκει τις αναλογίες και τις ισορροπίες του μέσα στο ακραιφνώς ποιητικό σώμα.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν τα ποιήματα μικρής φόρμας τα οποία είναι δομημένα κεντρικά και όχι περιφερειακά, αλλά και η, επίσης τολμηρή στο πλαίσιο της συλλογής, ζεύξη ποιητικών δομών όπως: Διασχίζω έναν άνεμο / γεμάτο μαχαίρια ή οι άγγελοι θα με υποδεχτούν / γλείφοντας τα δάχτυλά τους ή ακόμη Σε μισοσκόταδο ημίγλυκου άρτου. Ένα κλίμα βίαιης αντίθεσης που είναι εντελώς διαφορετικό από το, εξαιρετικής δραματικότητας, ποίημα Λαχταρώ την αγκαλιά σου Μάνα, με το οποίο συμπληρώνεται το ποιητικό σώμα.
Στίχοι που οργανώνουν ποιήματα μικρής και εκτενέστερης φόρμας εναλλάσσονται με ισορροπημένη ροή, ποίηση μονοφωνική, ενεικονική, που διαβιεί μέσω του α΄ και β΄ προσώπου, γλώσσα λιτή, χωρίς εντυπωσιασμό και εκζήτηση, ποίηση βαθύτατα ανθρώπινη, ειλικρινής και ανόθευτη.
Η ωριμότερη αυτή συλλογή της Ρένας Πετροπούλου - Κουντούρη δεν αποτελεί τη στοχαστική πολεμική κραυγή του Βιργιλίου («Sunt lacrimae rerum et mentem mortalia tangunt») ούτε τη λήθη του πορφύρειου ομώνυμου ποιήματος.
Είναι η λυσιτελής απάντηση στον μοναχικό, αλλά πάντα ανθισμένο κήπο της ποίησης.


(Έρωτες Πλάνητες)

Σώμα αμείλικτο

Στην πνοή σου βαφτίζομαι

Βρέφος
Που κλαίει μέσα μου
Η ενοχή

Σώμα αμείλικτο

Τα νιάτα σου έχουν ακόμη
Πολύ θάνατο να ζήσουν


Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013


Σπουδή πορτραίτου

Φωνάζω δυνατά τ’ όνομά σου
Η ηχώ του μού πληγώνει τ’ αυτιά

Τα μάτια μου υπό βροχήν συμμετέχουν

Απιθώνω ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα
Στη φωτογραφία σου
Κι ένα κερί αναμμένο δίπλα στο ουίσκι

Πίνω μια γουλιά
Καθώς βουτώ το πινέλο στ’ απλωμένα χρώματα

Λευκό με κόκκινο για τη χαμένη αγνότητα
Ένα αχνό ροζ ντύνει την τρυφερότητα

Διαγραμμισμένες με το πράσινο του μάρμαρου
Οι καφετιές φλέβες των τύψεων
Χάνουν την ερυθρότητά τους

Στην ανάμνηση βάζω χρώμα μπλε

Ύστερα παίρνω μαύρο
Του θανάτου
Στάζω απάνω του δυο δάκρυα

Και σχεδιάζω άγρια σκληρά την απουσία σου

Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή ’’Τα απατηλά θαύματα’’2012-2013




Τετάρτη 29 Μαΐου 2013


ΣΕ ΕΤΑΙΡΑ

Κατάθεση στην ασυμφιλίωτη ομορφιά σου
Ο οβολός των περαστικών εραστών

Ευθύς μεταβάλλεται σε άρωμα θλίψης
Και ψωμί της επόμενης μέρας

Κι όμως Άγιο
Το συλημένο σου σώμα

Σε κοιτώ

Κι ένας πίνακας ζωντανεύει εμπρός μου

Βαθυπράσινα μάτια πετράδια
Αναγγέλλουν την αρχή του ονείρου

Ενώ οι φωτοσκιάσεις της κόλασης
Σ’ απαλούς ρόδινους τόνους

Ζωηρεύουν το δέρμα
που μουσκεύει αργά

Οι κοτσίδες σου ξέπλεκες
Σγουρά κύματα μαύρα

Αφρισμένα ξεσπούν ολοζώντανα
Σ’ ολόλευκα στήθη-τοιχία

Άπαρτο κάστρο η καρδιά σου
Ωραία μου

Των ταραγμένων ημερών σου
Τον λυγμό

Να πνίξω ήθελα
Ψυχή μου ηλιόμορφη

Από την ποιητική συλλογή ''Όνειρα Ασύνορα''2009 Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Ηρακλείου

Κυριακή 12 Μαΐου 2013


Για την γιορτή της μητέρας

‘’ΝΑ ΜΗ ΧΟΡΤΑΙΝΩ’’


Ήθελα να προβάλλεις απ’ την πόρτα
με το πουα σου το φουστάνι
σε χρώμα μπλε με άσπρο,
-αυτό που σου πήγαινε τόσο-
να σιμώσεις πλάι μου,
κι αφού σκάσεις ένα φιλί ροδόσταμο
στα αγουροξυπνημένα μου μάγουλα,
να μου πεις:

‘’Κοριτσάκι μου , καλημέρα.
Τι κάνεις σήμερα;’’
Δεν περίμενες απάντηση.

Ήξερες ότι αφού σ’ είχα ,
ήμουν καλά.

Να φτιάξεις γρήγορα καφέ και για τις δυο μας,
να κόψεις φρέσκια πίτα απ’ το ταψί,
-Θεέ μου , πώς μοσκομύριζε ο τόπος-

κι ύστερα να ζωστείς με φούρια την ποδιά,
να πάρεις τη λεκάνη με τα φασολάκια
κι ένα μαχαίρι απ’ το συρτάρι που να κόβει ,

ν’ αρχίσεις να τα καθαρίζεις μ’ έγνοια,
μακάρια καθισμένη έξω στην αυλή,
με τους βασιλικούς, τη μπουκαμβίλια, τα γεράνια,
στο γαλάζιο μας σπίτι δίπλα στη θάλασσα.

Στα πόδια σου να μπουσουλάνε τα μωρά μου,
να σου χαμογελάνε με λατρεία,
γυρεύοντας σου πάλι παραμύθια,
κι εσύ να μην κουράζεσαι αδιάκοπα να διηγείσαι
για δράκους, για παλάτια και βασιλοπούλες,
για παλικάρια, ανδραγαθίες και πολέμους
χαϊδεύοντας δυο σγουρομάλλικα κεφάλια ,
με τη μελένια γλύκα της γιαγιάς.

Κι εγώ να μη χορταίνω τη μιλιά σου,
να μη χορταίνω τη ζεστή την αγκαλιά σου,
και τα χάδια σου,
αχ, την αγάπη σου
ποτέ να μη χορταίνω.

Ούτε τα μάτια, ούτε τη φωνή σου,
ούτε το γέλιο σου,
που όσο ζούσες ,
αγάπη κι έγνοια μας μετάγγιζε.

Τώρα μια θλίψη στο τελάρο του προσώπου
απλώθηκε.

Αποτυπώθηκε.

Μόνιμη, απέραντη.
Του χάρου έργο, αυθεντικό.

Αν φύλαγα τα δάκρυα μου
από τότε που’ φυγες, γλυκιά μου μάνα,
ωκεανούς θα γέμιζα, πελάγη…

Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή ''Της μάνας''1999-2013

Σάββατο 4 Μαΐου 2013


Πασχαλινό απόσπασμα από το μυθιστόρημα ''Στο δρόμο με τις πικροδάφνες''της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, 2007 Εμπειρία Εκδοτική


Μεγάλο Σάββατο στις έντεκα το βράδυ , λαμπριάτικες καμπάνες μερώσανε την ανοιξιάτικη νυχτιά , αναγαλλιάζοντας τις ψυχές των πιστών, που κύματα-κύματα κατέφταναν στην εκκλησιά με τις οικογένειές τους, κρατώντας δυο κεριά. Ένα μικρό αγιοκέρι για ν’ ανάψουν στο μανουάλι κι ένα άσπρο λαμπαδάκι για τ’ άγιο φως. Οι γεροντότεροι βαστούσαν φαναράκια για να μη σβήσει τ’ άγιο φως ο αγέρας και δεν προφτάσουν να το φέρουνε στα σπίτια τους, να κάνουν τον λαμπροσταυρό στ’ ανώφυλλα της πόρτας. Είμαστε όλοι εκεί, στον περίβολο του ναού, οι εργάτες με τις οικογένειές τους, ο Μακ Φέρσον, οι Γερμανοί με τα παιδιά τους, ο Στράτος με τη Ρήνη κι όλη τους την φαμίλια. Ακούγαμε τα μελωδικά τροπάρια, τις ωδές, τα τρισάγια , αλλά δύσκολα μπορούσαμε να συγκεντρωθούμε στη λειτουργία και το νόημά της. Δώδεκα παρά δέκα τη νύχτα, έσβησε ο καντηλανάφτης όλα τα κεριά. Η εκκλησιά σκοτείνιασε. Οι χωριανοί με κατάνυξη περίμεναν τον πάπα Χρήστο ν’ ανάψει απ’ το ακοίμητο καντήλι της Αγίας Τράπεζας μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, ίσαμε το μπόι του και να προβάλλει στο τρίσκαλο της Ωραίας Πύλης ψάλλοντας ‘’Δεύτε λάβετε φως εκ του ανέσπερου τούτου φωτός.’’ Βγήκε πράγματι σε λίγο ο παπάς ντυμένος με τα χρυσοποίκιλτα άμφια , ίδιος Πατριάρχης. Οι άντρες μαζεύτηκαν σα σμάρι μέλισσες γύρω του. Θεωρούνταν καλό σημάδι , κατά το έθιμο, ποιος θ’ ανάψει πρώτος. Άναψαν πρώτα οι άντρες, μετά οι γυναίκες.
Βγήκανε έξω αρκετοί μ’ αναμμένα λαμπαδάκια. Έπειτα ο παπά Χρήστος, οι ψαλτάδες , ο καντηλανάφτης μαζί με αρκετούς από το εκκλησίασμα , έκαναν τρεις φορές το γύρο του ναού για να λιτανέψουν την Ανάσταση με εξαπτέρυγα, λάβαρα και το εικόνισμα της Λαμπρής. Χαρούμενες καμπανοκρουσίες διαλαλούσαν μέσα στης νύχτας τη μελένια σιγαλιά , την Ανάσταση του Κυρίου. Ο παπάς με στεντόρεια φωνή έψαλλε ‘’Την Ανάστασίν , Σου Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσαν εν ουρανοίς’’. Τα παιδιά τότε ξέφυγαν από τη φύλαξη και την έγνοια των μεγάλων. Όλα μαζί πήγανε και σταθήκανε στη νοτική δίφυλλη ξύλινη πόρτα, όπου διαβάστηκε το λαμπριάτικο Ευαγγέλιο. Μόλις ακούστηκε το ‘’Χριστός Ανέστη’’, τα τρία μεγαλύτερα αγόρια έβαλαν φωτιά σε μια μεγάλη στοίβα ξύλα και κληματόβεργες για να κάψουν τον Ιούδα. Μια αγκαλιά από φλόγες άστραψαν σαν πολύτιμα πορτοκαλιά πετράδια μέσα στο μαύρο φόντο της νύχτας. Σφυρίζοντας, ύψωσαν απότομα το λοφίο τους κι άγγιξαν το πανύψηλο καμπαναριό.
Οι χωριανοί αγκαλιαστήκανε και δώσαν το φιλί της αγάπης. Φέγγανε τα μάτια, τα πρόσωπα, οι καρδιές, όλους εχθρούς και φίλους τους ένωσε το αναστάσιμο μήνυμα. Πλησίασα την οικογένεια των Γερμανών, τους εξήγησα το έθιμο, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά. Κάτω από το αναστάσιμο φως, το μάγουλό μου δέχτηκε το παρατεταμένο άγγιγμα των χειλιών της Γερμανίδας, από τη μια πλευρά. Παραξενεύτηκα, αλλά δεν το σπουδαιολόγησα. Μόλις όμως έστριψα και το άλλο μάγουλο, η Ιζαμπέλ έγινε πιο τολμηρή. Με φίλησε στην άκρη των χειλιών, αγκαλιάζοντας με, με το ένα χέρι και τραβώντας με παράλληλα
πάνω της. ‘’Χριστός Ανέστη, Σπύρο’’ μου ψυθίρισε στο αυτί βραχνά, με τη χαρακτηριστική γερμανική προφορά της. Όσο μου έλεγε αυτά τα λόγια χαμηλόφωνα και σχεδόν με ντροπή, αποκάλυψε μ’ ένα χαμόγελο φιλάρεσκο τα δόντια της. Της ανταπέδωσα αμήχανα την ευχή και το χαμόγελο. Κατεβάζοντας το βλέμμα είδα τα δάχτυλά της απλωμένα στη ράχη της παλάμης μου. Ειρηνικά δάχτυλα μιας συζύγου, με νύχια κοντά και στρογγυλεμένα. Απέφυγα τη ματιά της.
Μετά την εκκλησία μαζευτήκαμε όλοι μαζί στο καφενείο . Η Ρήνη είχε ετοιμάσει πεντανόστιμες λαμπριάτικες λιχουδιές . Ο Στράτος είχε ανάψει από νωρίς την παραστιά κι είχε βάλει το μπροστινό ενός αρνιού αντικριστό στη σούβλα. Μπαίνοντας μέσα στο καφενείο κοντέψαμε να λιποθυμήσουμε απ’ τις λαχταριστές μυρωδιές. Μαζί μας ήταν και δυο ντεληκανήδες απ’ το Άνω μέρος , λιγνά, λιανά παλικαράκια με χνούδι ακόμα αντί για μουστάκι, αλλά μάστορες της κοντυλιάς και της καλής μαντινάδας. Ο ένας ήταν λαουτιέρης κι ό άλλος λυράρης. Πρώτα –πρώτα παίξανε το ‘’Χριστός Ανέστη’’ κι έπειτα η γλυκόλαλη λύρα μας μέθυσε και μας ανέβασε στα ουράνια με τραγούδια ριζίτικα της ξενιτιάς, του πόνου , της αγάπης. Εμείς τσουγκρίσαμε πρώτα τα κόκκινα αυγά που ήταν πάνω στα λευκοστρωμένα τραπέζια μέσα σε ψάθινα πανεράκια , έπειτα τα ποτήρια με τη ρακή, ενώ η Ρήνη με την Άννα τρατάρανε καλιτσούνια ‘’λυχναράκια’’ κατά το έθιμο. Έπειτα πέσαμε με τα μούτρα στο φαί.
Ο Στράτος ζωσμένος την φαντή ποδιά του καφετζή δεν πρόφταινε να φέρνει βαθιά πιάτα με μαγειρίτσα, μεγάλες μερίδες‘’ μενούζα’’, (κοκορέτσι από αρνίσια συκωταριά , έντερα και πολλά μυρωδικά , περασμένο σε σούβλα και ψημένο στα κάρβουνα), πιατέλες με βραστό κρέας, ζυμωτό ψωμί, και γαβάθες με ‘’σαλάτα του ραντιστή’’, φτιαγμένες με μαρούλι, αγκινάρα, κουκιά φρέσκα και λαδόξυδο. Τ’ ΄΄αντικριστό΄΄ τ’ άφησε ο Στράτος να σιγοψηθεί, για να το απολαύσουμε στο τέλος , παρόλο που τα στομάχια μας είχαν ήδη παραγεμίσει μετά από μια τέτοια ευωχία. Η Ρήνη δεν έκατσε λεπτό. Αεικίνητη όπως πάντα γέμιζε κανάτες κόκκινο κρασί, απ’ τα δικά τους αμπέλια από ένα μεγάλο κρασοβάρελο, στηριγμένο με ξύλινα δοκάρια στον τοίχο. Οι Γερμανοί είχαν ενθουσιαστεί. Αυτά τα έθιμα τα Κρητικά τους άρεσαν πολύ, παρόλο που τους φαινόταν παράξενα, όπως π.χ. το να τρώνε και να πίνουν τέτοιες τεράστιες ποσότητες , ενώ ήταν βαθιά, περασμένα μεσάνυχτα.
Τα παιδιά αεικίνητα πηγαινόφερναν πιάτα, ποτήρια , βοηθούσαν μ’ όρεξη τους μεγάλους. Στο τέλος κάθισαν δίπλα στους λυράρηδες, κοιτάζοντας με τα αθώα μάτια τους γεμάτα θαυμασμό δυο απ’ τους εργάτες μας και το Στράτο -που’ χε παρατήσει απ’ ώρα την ποδιά κι είχε στρωθεί στο χορό- να πετούν στην κυριολεξία. Γελαστά , ζαλισμένα από την ευθυμία που τους είχε βάψει κόκκινα τα μάγουλα , έκαναν ένα κύκλο γύρω από τους χορευτές , κρατώντας τον ρυθμό με παλαμάκια. Ο μαλεβυζώτης , ο συρτός κι ο πεντοζάλης είχανε βάλει φωτιά στα πόδια των λεβεντόκορμων Κρητικών που μαγεμένοι απ’ το αίμα του κρασιού και το κλάμα της λύρας, δεν πατούσανε πια στη γη. Παρέα κάνανε με τσ’ Αρχαγγέλους…

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Το 1ο ΕΠΑ.Λ. Ηρακλείου, η Λέσχη Ποίησης κ ο Λογοτεχνικός Κύκλος Ηρακλείου, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κ το βιβλιοπωλείο ’’Δοκιμάκης’’, σας προσκαλούν στη μουσικοποιητική βραδιά που διοργανώνουν
με αφορμή την ταυτόχρονη κυκλοφορία των δυο νέων ποιητικών συλλογών

της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη


Τα νεαρά ποιήματα
κ
Τα χα’ι’κού μιας μέρας κ μιας νύχτας


Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 15 Απριλίου 2013, στις 8.00μμ

στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου
στο Ηράκλειο Κρήτης

Για τα έργα θα μιλήσουν:

Βαρβάρα Ρούσσου, φιλόλογος, διδάκτωρ Νεοελληνικής φιλολογίας

Ελένη Μωυσιάδου Δοξαστάκη, φιλόλογος , ποιήτρια

Μελοποιημένη ποίηση: Αντωνία Στρατάκη
Μαριάννα Χαλαμπαλάκη

Μαθήτριες Β’ Λυκείου του Πρότυπου Πειραματικού Γενικού Λυκείου Ηρακλείου

Χορευτικό, μουσικοποιητικό δρώμενο:

Ellie Stone,
δασκάλα χορού
Ζαχαρίας Κατσακός

Απαγγελίες: Επιλεγμένα ποιήματα από μέλη της Λέσχης Ποίησης, του Λογοτεχνικού κύκλου Ηρακλείου κ μαθητριών του 1ου ΕΠΑ.Λ.

Περαντωνάκης Αντώνης
Περοδασκαλάκης Δημήτρης
Φραγκιαδάκη Μαρία
Κουγιουμουτζάκη Γωγώ
Χαλβατζή Αγγελική
Χιώτη Ιωάννα


Μουσική επιμέλεια: Ελίνα Σκαρπαθιώτη

Συντονισμός, παρουσίαση: Ελένη Βακεθιανάκη, δημοσιογράφος


Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΕΛΕΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ


Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

''Τα νεαρά ποιήματα'' 2013 εκδόσεις Γαβριηλίδης

Στα ‘’Νεαρά ποιήματα ‘’-ο τίτλος υποδηλώνει τα φρέσκα, τελευταίας εσοδείας ποιήματα- ‘’ ο θεατής καλείται να αποκρυπτογραφήσει τους "κώδικες" της ανθρώπινης υπόστασης, την απτή υφή του όντος μέσα στο σύνολο, την αγωνία και την ανάσα της επόμενης στιγμής όταν προσμετράται στον συλλογισμό ο χρόνος’’ σύμφωνα με τον αφορισμό του Βασίλη Ρούβαλη.

Μέσα από τέσσερις θεματικές ενότητες καταγράφονται:
H μυστική και αόριστη πραγματικότητα της εσωτερικής αβύσσου , όπως και το εφήμερο και ανεξίτηλο του έρωτα: Λάμπει το δέρμα που δεν ξέχασα/
Καθώς η γύμνια σου γεννά/ Πόθου καθρέφτες
( ενότητα ’’Καθρέφτες’’),
η φανταστική απολογία κ εξομολόγηση του γραφιά μέσα από το βάσανο της συγγραφής
Γραφή/ Μοναξιά μου /Οδύνη /Τόλμη/ Ελευθερία/ Και ηδονή μου
(‘’Γραφή μοναξιά μου’’), η επέλαση κ νομοτέλεια του χρόνου Ο Χρόνος ακίνητος/
Όμως περνούν τα πράγματα/ Σαν τη βροχή/ Την Άνοιξη/ Την ομορφιά/
Την ηλικία των ανθρώπων
( ‘’Χρόνος ακίνητος’’) κ τέλος το πένθος ως βίωμα, η τραγικότητα του ανθρώπου καθώς ενσταλάζεται μέσα του η απώλεια(‘’Alma Perdida’’). Ήλθες ξανά απόψε/ Alma perdida/ Χαμένη μου ψυχή. /Κάθε πανσέληνο σαρκώνεσαι/Σε βαθυμέλανα οράματα αναμνήσεων./


Τρίτη 9 Απριλίου 2013




Τα χαϊκού μιας μέρας κ μιας νύχτας

Xάικου είναι ένα σύντομο ποίημα με καθορισμένα όρια που ωθεί την ποιητική έκφραση σε τέτοια πυκνότητα, λιτότητα και αφαιρετική διαύγεια ώστε να συμπυκνώνει το νόημα του κόσμου στο σύμπαν των 17 συλλαβών. Ποιητικός ιμπρεσιονισμός μέσω της δύναμης της εικόνας , αίσθηση στιγμής(έννοια του χρόνου), ένωση με τη φύση και την πνευματικότητα. ‘’ Εδώ, στο ποίημα του ανατέλλοντος ηλίου, βασιλεύει η διαφάνεια μέσω του υπαινιγμού, η σαφήνεια μέσω της αφαίρεσης, η αμεσότητα της ζωής και της φύσης (στην αέναη κίνηση και σχέση τους) μέσω της ποιητικής εικόνας που, αν και μερική, ολοκληρώνει το ολόκληρο, το καθ' όλου του κόσμου’’, κατά τον Ηλία Μέλιο.
Πιστή στη μακραίωνη παράδοση των χαϊκού, η Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη, σε μια μέρα και σε μια νύχτα, εξετάζει τον ανθρώπινο βίο, στοχεύοντας στη συνθηκολόγηση με το αναπόφευκτο. Τα ερωτήματα, παρ’ όλη τη συνθηκολόγηση, εξακολουθούν να τίθενται, με τον ακαριαίο τρόπο του χαϊκού. Με κρατάς απ’ το χέρι. Δε μετάνιωσα που περίμενα χρόνια * * * * Δεν μυρίζει πια, το νυχτολούλουδό μου. Είναι θλιμμένο. * * * * Αχ ουρανέ μου, ντύσου μ’ εκείνο το μπλε
της προσδοκίας * * * Τα βήματά σου, σαν πέταλα λουλουδιού ξεδιπλώνονται * * * * Μέρες και νύχτες γερνώ περιμένοντας τον ερχομό σου* * * *Συρματόπλεγμα, δεν έχει η αγάπη. Φτερούγες έχει.* * * * Η νύφη γέρνει. Πάει αλλού να δέσει το σανδάλι της.


Σάββατο 23 Μαρτίου 2013


ΓΥΝΑΙΚΑ

Γυναίκα
Που τον ουρανό γητεύεις
Με το διονυσιακό χορό σου

Άκου
Το μακρινό τραγούδι των κεραυνών
Κι αποκρίσου

Αποκρίσου
Με τα πλοκάμια των χεριών σου

Με κραυγές σπαραχτικές
Απαύγασμα πόνου

Αποκρίσου
Μ’ ένα παραλήρημα έκστασης
Ακατανόητο θρόισμα

Τα λόγια σου πέφτουν πάνω στα φύλλα
Τα φύλλα πέφτουν απ’ αυτά σου τα λόγια

Σκόνη και θάνατος ξάφνου σκορπίζονται
Πάνω στο λιπόθυμο σώμα σου

Άκου τον σφυγμό μου
Πως ανασαίνει μέσ’ τις φλέβες σου

Όταν
Σου μεταγγίζω φως με το φιλί μου

Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή''Απατηλά θαύματα''2011-2013

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Με την ευκαιρία της Παγκόσμιας ημέρας ποίησης

Όπως η σάρκα

Η ποίηση πρέπει να λειτουργεί
Όπως η σάρκα

Ν’ αναπνέει εκστατική
Βυθισμένη σε μεγαλοπρεπή λήθαργο
Απ’ τις ηδονικές ανάσες του αγαθού
Που λέγεται ζωή

Να πάλλεται ερωτευμένη
Μέσα στη δακρυόεσσα μοναξιά
Της καθαρτήριας φαντασίας

Να δίνεται λαγγεμένα
Τραγικά γυμνή
Τόσο υπέροχα αφημένη
Στα χέρια της έμπνευσης

Μια βουτιά του μυαλού είναι αρκετή
για ν’ ανασύρει πετράδια

Να κυοφορεί το νέο
Που άξενο έρχεται

Να γεννά τέλος
’’Καθοδηγούμενα όνειρα’’
Ωραία, υποσχόμενα ποιήματα

Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

Από την ποιητική συλλογή''Τα νεαρά ποιήματα''2013 εκδόσεις Γαβριηλίδη

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013


Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη*

Δημήτρης Μαμαλούκας ’’Κράτα μου το χέρι’’ Εκδόσεις Ψυχογιός’’

Ο Δημήτρης Μαμαλούκας είναι ένας πολλά υποσχόμενος συγγραφέας της νέας γενιάς. Παρόλο που είναι γεννημένος το 1968, μας έχει δώσει ως τώρα επτά μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων ’’Η απαγωγή του εκδότη’’ και ‘’Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα’’ που προκάλεσε αίσθηση όταν πρωτοκυκλοφόρησε και ήταν υποψήφιο για το βραβείο αναγνωστών ΕΡΤ-ΕΚΕΒΙ το 2007.
Έχει ασχοληθεί επίσης με το διήγημα και το παιδικό βιβλίο
( Βιβλία του παιδικής λογοτεχνίας κυκλοφορούν ήδη από τις εκδόσεις ‘’Ψυχογιός’’).

Το νέο του βιβλίο με τον παρήγορο τίτλο ‘’Κράτα μου το χέρι’’ ‘’εκδόσεις Ψυχογιός’’ , είναι ένα σύγχρονο αλληγορικό μυθιστόρημα ‘’πόλης’’ με σαφέστατα στοιχεία νουάρ, δυνατή σκοτεινή ατμόσφαιρα και έντονες αναφορές στο ονειρικό-μεταφυσικό μοτίβο που διαποτίζει όλο το έργο. Ο Δ. Μαμαλούκας μεταφέρει τον αναγνώστη με μαεστρία στη σύγχρονη οδυνηρή αλήθεια των μεγαλουπόλεων όπου κυριαρχεί η βία, η μοναξιά, η αποξένωση και ο φόβος, καταφέρνοντας να μας δώσει ένα σφιχτοδεμένο κείμενο που διαβάζεται απνευστί.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: Ένας άνθρωπος φτάνει μια νύχτα σε μια άγνωστη πόλη. Έχει αφήσει πίσω την προηγούμενη ζωή του θέλοντας να ξεφύγει από την κατάρα που τον συνοδεύει. Τώρα έχει μοναδικό σκοπό του τη συγγραφή του βιβλίου του.
Τα λεφτά που διαθέτει του επιτρέπουν να νοικιάσει μόνο ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στο πίσω μέρος μιας ψηλής πολυκατοικίας στην πρόσοψη της οποίας υπάρχει ένα μεγάλο σινεμά. Ο εκκωφαντικός θόρυβος από τα ηχεία του σινεμά όμως τον υποχρεώνει να περνάει τις ώρες των προβολών έξω από το σπίτι του.
Εκείνες τις απογευματινές, και κυρίως τις βραδινές, ώρες θα περιπλανηθεί στην πόλη, απόλυτα προσηλωμένος στο σκοπό του, ώσπου η μοίρα θα στείλει στο δρόμο του μια πολύ νεαρή κοπέλα που ζει στη σκιά κάποιων σκοτεινών και απεχθών ανθρώπων. Η συνάντηση αυτή θα είναι η καταστροφή ή η σωτηρία του…
Ένα αλληγορικό και συμβολικό μυθιστόρημα, ένα μοντέρνο παραμύθι για την ύπαρξη, τη μοναξιά, το τέλος και την αιώνια μάχη του Καλού και του Κακού.

Το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο με χαρακτήρες ξεκάθαρα σχεδιασμένους, οι οποίοι δεν φέρουν ονόματα παρά μόνο ιδιότητες-π.χ
η κοπέλα, ο θυρωρός , ο μπαρίστας, ο εκμεταλλευτής, οι γύφτισσες-στοιχεία που παραπέμπουν στη ‘’Δίκη’’ του Κάφκα-δίνοντας έμφαση στο μυστήριο που αναδύεται από παντού,
(ακόμα και το ίδιο το κτίριο, όπου στα σπλάχνα του ο συγγραφέας κατοικεί, παραπέμπει σε μυθικό τέρας), ενώ ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων που κατασπαράσσονται από τις μέσα πληγές τους, τυλίγεται στη σκιά, στο ανοίκειο, το θυμωμένο, την ενοχή και την απόγνωση αφήνοντας που και που μια μικρή λάμψη, δημιουργώντας με ακρίβεια ένα ψυχολογικό δράμα με εσωτερικές συγκρούσεις, υπόκωφες εντάσεις και απρόβλεπτες κορυφώσεις.

Οι καθημερινές τελετουργικές επαναλήψεις του ήρωα ( η προετοιμασία του πρωινού, η ενασχόληση με την συγγραφή του μυθιστορήματος, η επίσκεψη στην ταβέρνα και το μπαρ, οι μεγάλες βόλτες του σε άγνωστα σημεία της μεγαλούπολης ακόμα και η ανυπόφορη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του λιλιπούτειου διαμερίσματος του), λειτουργούν ως αυξομειούμενες διαστάσεις του αφηγηματικού καμβά, προσδίδοντας στο κεντρικό πρόσωπο του μύθου αφ’ ενός την ασφάλεια της συνήθειας, όπου τίποτα δεν κινείται και δεν εξελίσσεται και αφετέρου την απόλυτη ανατροπή αυτού του δέσμιου τρόπου ζωής με την ανεξέλεγκτη κρίση λυσσαλέου θυμού της συναισθηματικά ευάλωτης και εξαρτημένης από ουσίες έφηβης κοπέλας -που φιλοξενεί για μερικές μέρες σπίτι του- που τινάζει το μέχρι πρότινος ασφαλές Σύμπαν του νεαρού συγγραφέα, σε μυριάδες κομμάτια.

Ο Δημήτρης Μαμαλούκας προικίζει διακριτικά το κείμενό του με την ελεγχόμενη ένταση και τις ταχύτητες που απαιτούνται προκειμένου να αναδειχθούν οι νοσηροί , αλλά και οι τρυφεροί του τόνοι. Το στυλ του είναι κομψό και απλό
και διαθέτει αυτή την καθαρότητα της λιτής , στέρεας γραφής που δεν κουράζει τον αναγνώστη, μιας γραφής που στοχεύει κυριολεκτικά στην ουσία των πραγμάτων.

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013


Περπατώ δίπλα σου

Περπατώ δίπλα σου

Στο χέρι μου
Το σταθερό, γνώριμο σφίξιμο
Της παλάμης σου

Στα λόγια σου
Η ίδια
Κατηγορηματική βεβαιότητα

Τα βήματά σου ακολουθούν
Μια θαυμαστή κλίμακα ρυθμού

Σκέφτομαι πώς απλά
Ανήκει ο ένας στον άλλο

Επειδή
Ρουφάμε τον ίδιο αέρα
Μοιραζόμαστε την ίδια νύχτα
Το ίδιο τραπέζι
Το ίδιο στρώμα

Δεν υπάρχουν ανάμεσά μας
Άγνωστες λέξεις
Άχρηστες λέξεις

Κάθε σου χαμόγελο
Είναι φιλί


Από την ανέκδοτη ποιητ. συλλογή ''Τα απατηλά θαύματα''

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013



Εμπνευσμένο από την ποιητική συλλογή του Αντώνη Περαντωνάκη
’’Το Προζύμι’’(Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, Σεπτέμβριος Οκτώβριος 2011)

Στον Αντώνη


Χαίρομαι φίλε που απόψε σε κρατώ στα χέρια μου
Μέσα μου μπήκες και φυλλομετράς σελίδες

Είν’ η ψυχή σου το προζύμι μες τη σκάφη
Οι λέξεις σου αλεύρι διαλεχτό ψιλοκοσκινισμένο
Στάζεις μονάχα λίγη θάλασσα απ’ τα μάτια σου
Κι ανακατεύεις να ‘’πιαστεί’’ η ζύμη

Ύστερα νύχτα έρχεσαι
Για να σκεπάσεις μ’ όνειρα τη σκάφη
Ν’ ανέβει το προζύμι να φουσκώσει
Μ’ όλης της τέχνης σου τη θέρμη και το φως

Δυο μπράτσα στιβαρά του νου σου οι νευρώνες
Στη συνέχεια πιάνουν με όρεξη δουλειά

Ακούραστα ζυμώνουν πλάθουν
Τριβίδια και κουλούρια ξομπλιαστά
Ψιμιδευτά μαστόρου

Νύχτες του πόθου μέρες του νόστου
Χρόνια ολόκληρα σ’ αέναη κίνηση
Στοιβάζεις ένα ένα τα γεννήματά σου
Στον ξυλόφουρνο

Μοσχομυρίζει ο τόπος όταν ξεφουρνίζεις
Της ποίησής σου τ’ ακριβό ψωμί


Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη


Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

Φερνάντο Πεσσόα

Η βαθύτατη ενδοσκόπηση μιας μοναχικής συνείδησης


Ταξιδευτής και περιηγητής της εσωτερικότητας, της προσποίησης, της παραδοξότητας και της περιχαράκωσης, ο Fernando Antonio Nogueira De Seabrex Pessoa είναι ποιητής και μύθος ποιητικός. Ισόβια μόνος , παθολογικά ντροπαλός και ταυτόχρονα αλαζόνας, ντυμένος πάντα στα σκούρα, με το αιώνιο μαλακό καπέλο, το παπιγιόν και την γκρίζα καμπαρντίνα του, κοσμοπολίτης ωστόσο και εθνικιστής, μυωπικός και οραματιστής, αιρετικός και διάφανος σαν σκιά, κουβαλάει το σταυρό του χωρίς να καταθέτει τα όπλα, χωρίς να επουλώνει τα τραύματα της μοναχικής του πορείας, ενώ ταυτόχρονα γνωρίζοντας άριστα όλες τις διαστρωματώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού, περιγράφει και εμβαθύνει στα καθημερινά αθέατα. Αρχή του: ’’ η αποχή από την πράξη.’’
Στην αποφθεγματικότητα της γραφής του έχει ικανό μερίδιο η φιλοσοφική ενατένιση και η υπαρξιακή αναζήτηση. Ο Φερνάντο Πεσσόα δεν είναι μουσικός ποιητής, ούτε λυρικός, ούτε πλαστικός κατορθώνει να είναι. Κι ωστόσο με τόσο γυμνή φράση, με τόσο ακατάστατη γλώσσα, με περιορισμένο ουσιαστικά κύκλο νοημάτων, χωρίς φαντασία, χωρίς διάχυση ούτε έξαρση, κατορθώνει να κατακτήσει το άγνωστο μέσα μας. Κατορθώνει να μας υποβάλλει και να μας επιβάλλει το νόμο της ποίησής του.

Ο στίχος του απλώνεται, εισχωρεί, διαπερνώντας τα μύχια της ψυχής μας και κατασταλάζει αμετακίνητος στα μυστικά εκείνα βάθη, όπου αγρυπνά ο πιο ευαίσθητος εαυτός μας, δημιουργώντας μια υποβλητική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα , ένα ‘’προσκύνημα στο μυστήριο και τη γνώση’’. Παρασυρμένοι από την γοητεία του, δεν μπορούμε παρά να του παραδοθούμε ανυπεράσπιστοι.
Όλο του το έργο, από το συγκλονιστικό ‘’Βιβλίο της ανησυχίας ‘’,ένα από τα πιο σημαντικά έργα της λογοτεχνίας, του εικοστού αιώνα, που ο Πεσσόα έγραφε καθόλη την διάρκεια της ενήλικης ζωής του, από το 1913 μέχρι το 1935, ένα έργο με εκπληκτική γλώσσα, μια αναφορά σε «πρωταρχικές» έννοιες/σύμβολα ,ένα συνονθύλευμα σκέψεων, εντυπώσεων, αφηγήσεων και περιγραφών εν είδη ημερολογιακών καταγραφών, που συνθέτουν εντέλει ένα σύγχρονο αντί –μυθιστόρημα, μέχρι το απάνθισμα των στοχασμών, επιγραμματικών αφορισμών και στίχων που παρατίθενται στο βιβλίο ’’Πίσω από τις Μάσκες’’, καθώς και τα προπλάσματα των θεατρικών δραματικών έργων του ,με τίτλο ’’Ταξίδι στην Άβυσσο’’, συνδυάζουν την φιλοσοφική αφήγηση με την ποίηση, όλα τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα αλλά και τις εμμονές που κατατρύχουν τον ποιητή, χαρίζοντάς μας την ηδονή της γλώσσας και των λέξεων.
‘’Μια άβυσσος πολλαπλή και δίχως πάτο, η αλήθεια που μιλάει κατά λάθος’’ , ή ‘’σας δίνω την σιωπή μου, για να μάθετε πως αυτό που είναι τα πάντα, υπάρχει μέσα στην καρδιά. Σας δίνω την πίκρα μου, για να γίνετε σαν εμένα, που θυσιάστηκα από τη σάρκα του κόσμου και την πολλαπλότητα της γης’’. Η βαθύτατη ενδοσκόπηση μιας μοναχικής συνείδησης, περιπλανώμενης στα βάθη της σκέψης και του ονείρου, σε μια ατέρμονη, σισύφεια προσπάθεια να ανακαλύψει τους μηχανισμούς της. Ο λόγος του Πεσσόα είναι μια παράδοξη μουσική, που δεν κατέχει καμία μουσική αρετή, κι όμως ποθούμε να την ακούμε, νιώθουμε πώς έρχεται από πολύ μακριά κι ακόμα πιο μακριά πηγαίνει.
Η αποφυγή της επίγνωσης του αυθεντικού του εαυτού, παίρνει τη μορφή μιας εσωτερικής πανοπλίας, που τον προφυλάσσει απ’ το ίδιο του το βλέμμα. Από την πανοπλία της απόκρυψης, αυτής που δημιουργεί το ‘’ειδικόν κάλλος’’ της τέχνης του Πεσσόα, μαζί με την σιωπή ή την αποσιώπηση, ο ποιητής προχωρεί πιο πέρα. Υποτάσσεται ολόκληρος στην τέχνη, κάνοντας την Ποίηση κόσμο καταφυγής και σωτηρίας, πεπρωμένο, κάρμα, μοίρα, δημιουργώντας ένα ιδεατό και πραγματικό μαζί κόσμο, με δομή, στέγη και νομοτέλεια αδιάρρηκτη.
Το αρχιτεκτονημένο Σύμπαν του Πεσσόα, που έχει την στερεότητα των ‘’ μεγάλων και υψηλών τειχών’’ του Καβάφη, μες την σιωπηλή του αρμονία, είναι ο χώρος της σωτηρίας του. Κι εδώ θα ήθελα να επισημάνω πώς , δεν είναι τυχαία η συνάφεια και η ταύτιση του ενός ποιητή με τον άλλο. Μάλιστα για τον έλληνα αναγνώστη αποτελεί πλέον κοινό τόπο η ανακάλυψη συγγενειών του Πορτογάλου με τον δικό μας Καβάφη, στη ζωή τους, στην ποιητική τους, στην απήχησή τους, ακόμη και στην όψη τους. Ο Πεσσόα είναι εκείνος ο ποιητής που ξέφυγε από λεκτικούς νεωτερισμούς καταθέτοντας μια πεζογραφική, ελεύθερη ποίηση, αντίστοιχη του ημέτερου Αλεξανδρινού.
Εκεί περιχαρακωμένος θα ισορροπήσει μέσα του την δραματική δυάδα: Πνεύμα ή σάρκα, Δαίμονας ή Άγγελος, ή ακόμα κατασπίλωση ή αγνότητα. Όλη του η ποίηση είναι μια τέτοια αντίσταση, μια αέναη πάλη ανάμεσα σε αδελφές ψυχές , που αλλάζουν ρούχα, συμπεριφορές, ηλικίες, επαγγέλματα, προσωπεία.
Όλα τα πρόσωπα και προσωπεία του με βεστιάριο, αλλά και με τις πληγές του το καθένα, τις αδυναμίες, τα πάθη και τα λάθη τους, δημιουργούν γύρω του ένα αδιάρρηκτο αδιέξοδο, μετατοπίζοντας με αυτό τον τρόπο το δικό του αδιέξοδο. Τολμά ωστόσο να αντικρίζει και να απογυμνώνει με την γραφή, την αδυναμία του να ζήσει.
Η αναζήτηση είναι ο σκοπός, τα πρόσωπα των ετερωνύμων είναι μόνο η αφορμή. Ανάμεσά τους εμπλέκεται το συμβάν που δίνει το ερέθισμα, η μνήμη που ανακαλεί και εξορρύσει γεγονότα και συμπεριφορές και η συναίσθηση που επιτάσσει, τινάζοντας στον αέρα όλες τις βεβαιότητες. Τίποτα δεν τον τραβάει ουσιαστικά στη ζωή, έξω από την ποίηση. Ένας ποιητής ή καλλιτέχνης με φύση, νοοτροπία και διαπαιδαγώγηση διαφορετικές, θα δραπέτευε από τη φυλακή που ήταν το περιβάλλον του. Αλλά η φυγή δεν είναι πάντα δύναμη.
Άλλωστε η ψυχή ενός αληθινού ποιητή παίζεται επικίνδυνα μέσα στην ποίηση. Ή σώζεται ή χάνεται.
Η δυστυχία του Πεσσόα δεν έγκειται — μόνο — στη μιζέρια της καθημερινής του ζωής, στη σωματική του ασημαντότητα, στην ανυπαρξία έρωτα, στην έλλειψη της μητρικής αγάπης και της οικογενειακής εστίας, στη μη αναγνώριση του από την πατρίδα και την εποχή του: είναι μια βαθύτερη υπαρξιακή απελπισία, ενός ανθρώπου που δεν έχει προσδοκίες, ούτε καταφυγή. Κραυγάζοντας απελπισμένα προς τον συνάνθρωπο ο ποιητής ομολογεί την ανεπάρκεια του ‘’ενός’’, την ανάγκη του συνόλου.
Ο Φερνάντο Πεσόα ή ο Άλβαρο ντε Κάμπος ,ο Ρικάρντο Ρέις ή ο Μπερνάρντο Σοάρες –ό ένας για όλους και όλοι για ένα-, με τον ανεξάντλητο πλούτο του έργου του και την ανεπανάληπτη γραφή του, περνάει πλέον στο φόρουμ των Μεγάλων, σαν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Αυτός ο λαθρεπιβάτης του ίδιου του, του εαυτού , έπλασε την τέχνη, που χαρίζει αθανασία στη θνητότητα.
Και αν είναι αληθινό, αυτό που λέει ο Αντρέ Ζιντ, πώς ‘’όσο βαθύτερα προχωρούμε στον εαυτό μας, τόσο πιο στέρεα αποκαθιστούμε τους δεσμούς μας με τους άλλους’’, τότε ο Πεσσόα θα πρέπει να μας αγγίζει όχι περιστασιακά και επιπόλαια, μα σαν κάποιες κρυφές αιμάσσουσες πληγές, που αιώνια αιμορραγούν και μας βασανίζουν.

Το παρόν είναι ένα απόσπασμα από την ομιλία της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη: ’’Φερνάντο Πεσσόα-Μεταμορφώσεις-προσωπεία’’ που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση –αφιέρωμα στον κορυφαίο Πορτογάλο ποιητή, της Λέσχης Ποίησης Ηρακλείου στις 13/12/11στο θέατρο’’ Όμμα Στούντιο’’.
Την αφίσα φιλοτέχνησε ο ποιητής Ζαχαρίας Κατσακός.


Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013


Συμμετοχή στον ποιητικό μαραθώνιο ανάμνησης των εκδόσεων Γαβριηλίδης για τον Αργύρη Χιόνη
19 Ιανουαρίου 2013

Ο ωραίος των χωμάτων

(Στον ποιητή Αργύρη Χιόνη)


Στον τοίχο απέναντι διάφανες σκιές ονείρων
Επιστρέφουν πολλαπλά γυάλινα προσωπεία

Μαλακό, κυματιστό χρυσάφι τα φώτα της νύχτας
Γλιστρούν ανάμεσα στο αγέλαστο, ασκητικό πρόσωπό σου
Με τον σκούφο τον μάλλινο, τ’ ασημόγκριζα γένια
Και τα μάτια, δυο μαύρες ελιές

Ένας ξυπόλητος άνεμος περιπλανιέται ξάγρυπνος
Στα καλντερίμια φωνάζοντας το θάνατό σου

Σ’ έκτακτο παράρτημα εφημερίδας

Είχε η ψυχή σου βαρυνθεί
Γράφοντας τόσους στίχους για το τέλος

Πολύ φοβόσουνα εσύ ο ωραίος των χωμάτων
Μη φύγεις ξαφνικά

‘’Γιατί αντιστέκεται το πνεύμα μου
Στο βελουδένιο σάβανο του ύπνου;’’


Κι οι νύχτες του Θροφαρί μάτωναν
Από τα νύχια της αγρύπνιας σου

Έγραψες ποιητή ’’Στο υπόγειο’’
‘’Σ’ αυτό τον τόπο θέλω να βρεθώ
όπου ηρεμεί, όπου κοιμάται ο χρόνος,
επιτέλους’’


Όταν κοιμήθηκες εσύ τον αιώνιο ύπνο
Δίπλα σου αποκοιμήθηκε κι ο χρόνος

Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη-Ηράκλειο Κρήτης

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΠΕΖΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΑΤΣΑΚΟΣ

Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

Ο ωμός λόγος όσων έχουν δει την ψυχή τους να καίγεται, έχει τόση δύναμη από μόνος του, ώστε ωχριά μπροστά του κάθε λογοτεχνικό φτιασίδι. Αναφέρομαι στα ‘’Δυο μικρά πεζά’’ του Νεοελληνιστή φιλολόγου( κατόχου D.E.A )και Κριτικού Λογοτεχνίας Ζαχαρία Κατσακού, που συμπεριέλαβε στο τεύχος 91, το καταξιωμένο λογοτεχνικό περιοδικό ’’Εντευκτήριο’’.
Παρόλο που το corpus των κειμένων καθώς και η θεματική τους , ιδιαίτερα στο‘’ Στα δόντια’’ , θυμίζει λίγο θρίλερ, διαβάζοντας το κείμενο αισθάνεσαι ένα σφίξιμο στο στομάχι, ένα ανακάτεμα, είναι τόσο ζωντανές οι εικόνες που παρελάζουν μπροστά στα μάτια σου μέσω των σχολαστικά διαλεγμένων λέξεων, που σε ωθούν να σταματήσεις εκεί. Να κλείσεις το βιβλίο και να μην επιτρέψεις στις ασπρόμαυρες φελινικές φωτογραφίες να σε πληγώνουν άλλο. Δεν μπορείς όμως.
Γιατί αισθάνεσαι μια διαλεκτική έλξη, παίρνοντας στο κατόπι τις μαινάδες λέξεις, περιφέρεσαι πλάνης ανάμεσα σε μυστηριακούς τόπους επικοινωνώντας με την φύση στο ‘’Ντυμένη με σκιές’’ ’’Οι φθόγγοι που στριφογύριζαν τώρα σαν τις μέλισσες γύρω απ’ το νου μου, έφτιαξαν κάστρα σαν κουκούλια που οι λέξεις υφαίνουν και κρέμονται απ’ τα κλαδιά παλιάς μουριάς''-με τη θάλασσα-''μίλησέ μου νερό''- με την ομίχλη-''Κι από τα μάτια των κρανίων έβγαινε άλλη ομίχλη, γαλάζια και σπειροειδής''. Αισθάνεσαι την αχλή του χρόνου-''ν’ ανοίγει διάπλατα τα χέρια σαν παραθύρια και να μιλά με τις σκιές''-, το ημίφως -''χρώμα πίσσας στην αρχή, μαύρο σύκο μετά, ακτινωτές διαχύσεις πορφύρας στο τέλος''-, θέλεις να στοχαστείς για ώρες πάνω στη φράση ’’Οχτώ χρονών ήταν τότε που πήρε το δώρο απ’ τον πατέρα της κι ο θάνατος είχε μεγαλώσει μαζί της, ήταν δίπλα της σιωπηλά τόσον καιρό, σκεπασμένος με βελόνες χρόνου’’.
Ο ποιητικός με τον πεζό λόγο του λογοτέχνη έχουν απίστευτη δύναμη, διαθέτουν συνάφεια μεταξύ τους, ενώνοντας την δυναμική τους θα έλεγα, όπως η ανάμειξη δυο ισχυρών χρωμάτων στην παλέτα του ζωγράφου, που θα δώσει το αποτέλεσμα μιας ακόμα πιο δυνατής απόχρωσης, εκείνης που θ’ αγγίξει μιαν ανατριχιαστική τελειότητα. Αυτή την τελειότητα ο Ζαχ. Κατσακός , παρόλο που τα πεζά και τα ποιήματά του είναι ελάχιστα, την έχει ήδη κάνει κτήμα του. Τούτο το πετυχαίνουν ελάχιστοι δημιουργοί.
Ενώ και στα δυο κείμενα υπάρχει αυστηρή λιτότητα που απογυμνώνει χειρουργικά και τελετουργικά όλο το πεζό, είναι γεγονός πως η αφαίρεση, η απόλυτη απογύμνωση από το παραμικρό ίχνος λυρισμού, γλυκερότητας ή εντυπωσιασμού έχει αλλού την αφετηρία της.
Στον μαγικό ρεαλισμό, τον στοχασμό και την αναμέτρηση με το θάνατο, τον σκοτεινό κόσμο των ονείρων, την απόλυτη διαύγεια που είναι συγχρόνως απόκρυψη, αφήνοντας στον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Ο λόγος του Ζαχ. Κατσακού θυμίζει ένα μαυρόασπρο κινηματογραφικό όνειρο φτιαγμένο από ποίηση, μαγεία, μεταφυσική. Βρίσκω επιρροές απ’ τον Μπωντλαίρ, τον Πόε, τον Καρυωτάκη, τον Λόρκα, τον Μάρκες, τον Μπουλγκάκωφ, τον Χουάν Ρούλφο. Αν ήταν πίνακας θα ήταν Φράνσις Μπέικον, Γκόγια , Νταλί. Αν ήταν ταινία θα ήταν Φελίνι, Μπέργκμαν , Ταρκόφσκι. Και αν ήταν μουσική θα ήταν Μάλερ.
Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι μας είμαστε τα διαβάσματά μας, οι εμπειρίες, οι φθορές και τα σημάδια μας. Στην ισχυρή αντήχηση του παρελθόντος, στηρίζουμε το δικό μας, κατάδικό μας Σύμπαν.