Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ζαχαρίας Κατσακός

ΤΡΙΑ ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(Δημοσιευμένα στο λογοτεχνικό περιοδικό ‘’Κεδρισός’’)
Άνοιξη 2014

Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

Ο Ζαχαρίας Κατσακός, με την σεμνή και χαμηλόφωνη παρουσία του, αποτελεί μια από τις πιο ισχυρές, δόκιμες φωνές στον χώρο της κριτικής σήμερα, αλλά και της ίδιας της ποίησης. Είναι
ένας διακριτικός, σπουδαίος δημιουργός, που προτιμά να δικαιώνεται στη σκιά παρά να λαθεύει στο φως. Προτιμά μια εργασία βάθους που θ’ αναμετρηθεί με τον χρόνο, παρά τις πολλές- εντυπωσιακές ίσως, μπορεί και φλύαρες όμως- καταθέσεις. Η ποίηση του είναι κήπος περίκλειστος , εστία αντίστασης, φυτώριο ενός φασματικού, σκληρού και συνάμα τρυφερού κόσμου που πλάθουν οι στίχοι του. ‘’Βαθύς, αρχαίος ήχος, η φωνή του’’ θα πρόσθετα παραφράζοντας τον Μίλτο Σαχτούρη.

Κάποιες φορές ορισμένοι στίχοι του Ζ.Κ. περνούν από τον έναν όροφο στον άλλο, χωρίς φαινομενικά να υπάρχει σκάλα. Διαβάζουμε π.χ. από το ποίημα ‘’Κατάδυση’’

Τα μαλλιά σου
Φωτεινά μου κοράλλια
Τη χρυσή άμμο πάνω στο σώμα σου,


και λίγο παρακάτω στο ίδιο ποίημα

Αχ μνήμες μου,
Της πιο ακατοίκητής μου μητέρας σάρκες
Ατημέλητα δάκρυα εκκενωμένου πρωινού
Πόθοι, χωρίς επίκτητα πεπρωμένα.

Μα σε ποιους καταρράκτες κατοικούν
Τα πιο κρυφά μου κορμιά;

Γιορτάζουν τα νερά σήμερα
Γιορτάζουν σήμερα και πάντα
Τα παλιά μας χαράματα
Κι οι νέοι μας καημοί.


Υποστηρίζοντας τα σημαίνοντα του υπερρεαλισμού (η εικόνα-αστραπή και ακαριαία ή διάμεσα το ποίημα-γεγονός), μοιράζει την ύλη του ποιήματος σε μικρές θεματικές μονάδες, φαινομενικά ξένες μεταξύ τους. Σε μονάδες όμως που είναι οι φορείς μιας τεχνικής, έτσι ώστε η ύλη του κειμένου να ανεβαίνει ως μορφή προς τα πάνω, εξορύσσοντας θέματα από την υποσυνείδητη πραγματικότητα.

Ωστόσο, ενώ εν πρώτοις φαίνεται ότι η ποίηση του Ζ.Κ. κινείται πάνω στις ράγες του υπερρεαλισμού, στην επόμενη στροφή κάνει την έκπληξη, αγγίζοντας κυριολεκτικά άλλες σφαίρες. Στα ποιήματά του ο μαγικός ρεαλισμός είναι παρών,
εκβάλλοντας στην φαντασία του αναγνώστη, φορτίζοντας την συγκινησιακά. Όσο για το λυρικό στοιχείο, τούτο εμφανίζεται μ’ ένα πάταγο συναισθημάτων.

Έτσι γεννιούνται τα μαύρα μαργαριτάρια
μ’ ένα άνθος πόνου επάνω τους.
Μετά γυρνούν το όστρακο ανάποδα
κι οι λέξεις χαίρονται τον ουρανό μες απ΄ τον βυθό τους
και στοιχειώνουν και γίνονται σκουλήκια
κι έρχονται οι μύγες και πετούν από πάνω τους.


Το μεταφυσικό, το ονειρικό, το αλλόκοτο, το σκοτεινό (σκιές, όνειρα, ομίχλη, οστά γεγυμνωμένα, σκουλήκια, μύγες, σφαγμένος κόκορας, αίμα κ.λ.π. )ενσαρκώνονται σε ολοζώντανες , πρωτότυπες , πολλάκις φρικιαστικές εικόνες, σημαντικό πλέον και αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό της ποιητικής του Ζαχαρία Κατσακού, αποτελώντας καθαρό απόσταγμα της σχολαστικής μελέτης, της ζύμωσης και εντρύφησης χρόνων του ποιητή εκτός των άλλων και με την ποίηση των καταραμένων ποιητών του 19ου αιώνα (Ρεμπώ, Μαλαρμέ, Μπωντλαίρ,Γουίλλιαμ Μπλέηκ, Πόε, αλλά και των Λόρκα, Πεσσόα και Ρίλκε. Από Έλληνες δε, νομίζω ότι ταυτίζεται περισσότερο με τον Μίλτο Σαχτούρη, δίνοντας ωστόσο το καθαρά δικό του στίγμα , όπου κυριαρχεί η αιχμή της εικόνας, η δωρικότητα στον στίχο , η αφαίρεση , ο έρωτας , το συγκρατημένο και υποδηλούμενο ή εκμαιευμένο συναίσθημα (η τρυφερότητά του στις Βέρες , άφατη) και οπωσδήποτε η αχαλίνωτη φαντασία, που εξωτερικεύει και μπορεί να υλοποιεί την εσωτερική παράστασή του.

Μπαίνουν στη θάλασσα αργά αργά
και στα σεντόνια της πνίγουν τα κορμιά τους.
Εκείνος κρατά το χέρι της σφιχτά
και στο κεφάλι του στεφάνι απ’ τα μαλλιά της.
Στον βυθό θα γίνει σήμερα ο γάμος.
Εκείνη χλωμή κι αμίλητη σώμα και αίμα άγαλμα,
η γύρη μόνο να σκεπάζει τη μορφή της
και μια ύλη από ομίχλη.

Ο άνεμος έξω λυσσομανά,
ρίχνει τη βάρκα στο στενό χαντάκι του εφηβαίου.
Βροχή πέφτουν οι βέρες στο βυθό.

Ο ποιητής δεν φοβάται να αλλάξει οπτική γωνία, να κινηθεί μέσα στο χρόνο και τον χώρο με μεταφορές και συνειρμούς, αποδίδοντας λεπτομέρειες από τη δομή του εσώτερου εαυτού, αφήνοντας να ξετυλιχτεί με επιδεξιότητα η έκδυση του.

Σφιχτοδεμένη μπούκλα
γύρω από τις αλυσίδες του κορμιού μου
η βαλίτσα μου.


Ο αναγνώστης στα τρία αυτά ποιήματα (Οι βέρες, η πεταλούδα, κατάδυση)
προσλαμβάνει τον παραστατικό, αφηγηματικό, αφοριστικό, απερίφραστο, αποκαλυπτικό, δηλωτικό συναισθημάτων λόγο του Ζ.Κ. ως όχημα διεκπεραίωσης εννοιών, όπως είναι η σχέση ζωής και μνήμης, η διασταύρωση του διφυούς σχήματος αγάπη-έρως με τον θάνατο, το περιεχόμενο του εσωτερικού του ανθρώπου(ψυχή) με ιδιαίτερα συστατικά υλικά το όνειρο και τον μύθο. Οι τίτλοι των ποιημάτων απλοί και μονολεκτικοί, υποδηλώνουν πίσω από την απλότητά τους, ένα ειδικό βάρος, ένα πλέγμα πολλών και ποικίλων αισθήσεων.

Στα στοιχεία αυτά που ανήκουν στον κύκλο της ζωής, όπως
π. χ. η θάλασσα, τα κύματα, ο βυθός, ο αέρας, η άμμος, τα έντομα , η γύρη, το αυγό, το όστρακο, τα κοράλλια, τα μαργαριτάρια, οι βέρες, τα σώματα, εμπεριέχονται κατ’ επέκτασιν η γέννηση, η φθορά, ο έρωτας και ο θάνατος. Είναι γεγονός ότι ο δημιουργός σ’ αυτά τα τρία νέα του ποιήματα, ανεβοκατεβαίνει τους δύο κόσμους, τραβώντας πλάνα κάθε φορά από διαφορετική γωνία λήψης, όπως ακριβώς ένας φωτογράφος.

Επιλέγοντας ύφος λιτό, ανάγλυφο, σαφώς πρωτότυπο, ο χαρισματικός δημιουργός ανοίγει τον δρόμο για τον αναγνώστη του ποιήματος, πλουτίζοντας την λογοτεχνική του εμπειρία με μια ποίηση προοπτικής και βάθους. Δεν αποκαλύπτει, δεν τραβάει τελείως τον πέπλο που σκεπάζει τα μυστικά του, μας επιτρέπει μόνο να εικάσουμε από μικρά ανοίγματα που δημιουργούν διακειμενικά στοιχεία, στοιχεία που παραπέμπουν στην σκληρή μεταμορφωτική εικονικότητα του εξπρεσιονισμού, όπως π.χ. ‘’Ό άνθρωπος πετεινός’’ στην ‘’Πεταλούδα’’ (από τα καλύτερά του ποιήματα μέχρι τώρα).

Μια λέξη, προνύμφη ακόμη,
είχε στο ράμφος του πιασμένη ο καθηγητής
και την έτρωγε σαν να ήταν σκουλήκι.


Εικόνα που μεταφέρει αστραπιαία τη σκέψη μας σε πίνακες του Μαξ Έρνστ ( ο άνθρωπος πτηνό θεωρείται το alter ego του υπερρεαλιστή Γερμανού καλλιτέχνη), καθώς και στις Αιγυπτιακές γλυπτές τοιχογραφίες με τον Θεό Ώρο ( Θεός των Αρχαίων Αιγυπτίων με ανθρώπινο σώμα και κεφάλι γερακιού).

Ο ποιητής, άλλοτε βλέπει από κοντά τη φύση και συνομιλεί μαζί της κι άλλοτε στέλνοντας το βλέμμα του πότε στο βυθό και πότε στ’ άστρα ,παρακολουθεί την αλυσίδα της ζωής, κεντρίζεται, αισθάνεται, στοχάζεται.

Ο Ζαχαρίας Κατσακός ουσιαστικά μας κάνει κοινωνούς του μυστηρίου της ζωής με μια ποίηση καταστάσεων, που μας απογειώνει μέσω της κρυπτικότητας και των γρίφων, παρουσιάζοντας μας ένα ολόκληρο σύμπαν που πάλλεται από μια διακριτή δημιουργική παραφορά. Ένας άγριος άνεμος φυσά μέσα απ’ τα ποιήματά του, ένας άνεμος που περιφρονεί τα οχυρώματα του ορθού λόγου, καταλύει το δεδομένο και ορίζει τον ποιητή αυτάρκη σκηνοθέτη. Ειρωνευόμενος τον κίνδυνο συνεχίζει το θαύμα...

* Ο πίνακας L'Ange du Foyer ou le Triomphe du Surréalisme (Ο 'Αγγελος της Εστίας ή ο Θρίαμβος του Υπερρεαλισμού), έργο του 1937 του Γερμανού υπερρεαλιστή ζωγράφου Μαξ Έρνστ.

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014


Ελένη Μωυσιάδου- Δοξαστάκη

Το χαϊκού και «Τα χαϊκού μιας μέρας και μιας νύχτας», Ρένας Πετροπούλου- Κουντούρη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013.

Αγαπητοί φίλοι της ανάγνωσης και του ποιητικού λόγου, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω, κάπως αδόκιμα σήμερα, συγχαίροντας εξαρχής την ποιήτρια Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη, τη δική μας Ρένα, φίλη και συνοδοιπόρο στις ποιητικές αναζητήσεις της Λέσχης Ποίησης και Λέσχης Διηγήματος Ηρακλείου, που τόλμησε και κατάφερε να μας δώσει, με «Τα χαϊκού μιας μέρας και μιας νύχτας, εκδ. Γαβριηλίδης 2013», εβδομήντα τέσσερα αποστάγματα της δικής της ποιητικής, συν ένα φωτογραφικό κόσμημα από πίνακα δικό της, στο εξώφυλλο της συλλογής, ως μία υπόμνηση ή νύξη σχετική με τη χώρα προέλευσης του ποιητικού αυτού είδους που ονομάζεται χαϊκού(haikou).

Και τα λέω αυτά, εδώ, εξαρχής, γιατί το χαϊκού δεν είναι ένας εύκολος τρόπος ποιητικής έκφρασης, ούτε τόσο ελεύθερος από άποψη δομής τουλάχιστον, όσο έφτασε να είναι η Ποίηση στις μέρες μας, αλλά είναι ένα υπερβολικά σύντομο, ιαπωνικής προέλευσης ποίημα, «ακαριαίο», όπως έχει λεχθεί.
Κι αφού είχα την τιμή να αναφερθώ στο είδος, με αφορμή την πρόσφατη παρουσίαση της παραπάνω συλλογής, ας δούμε μερικά επιλεγμένα δείγματα γραφής, παρουσιάζοντας και την προσπάθεια της ποιήτριας να εκφραστεί μέσα στα όρια που το είδος αυτό θέτει και απαιτεί:
«παλιά λίμνη/ένας βάτραχος μέσα πηδά/ήχος νερού», πρόκειται για το πιο φημισμένο από όλα τα χαϊκού, είναι του Ματσούο Μπασό- κορυφαίος εκπρόσωπος του είδους,1644-1694- και συχνά γίνεται αντικείμενο έρευνας, λέει, σε Ευρώπη και Αμερική, σχετικά με τη δυσκολία των Δυτικών να συλλάβουν το βαθύτερο νόημά του. Παραπάνω η συνήθης μετάφρασή του στη βιβλιογραφία και το διαδίκτυο.
Ακούστε το, όμως, και σε μετάφραση του Μισέλ Φάις: «Λιμνούλα παλιά./ο βάτραχος στον ήχο/ πηδά του νερού».
Ενώ σε μετάφραση της Ρούμπης Θεοφανοπούλου:
«Γέρικη λίμνη/πηδάει ένα βατράχι/σκίρτημα νερού»
Και συνεχίζοντας:
«Έλα κοντά μου/μαζί με μένα παίξε/σπουργίτι ορφανό», xαϊκού του Ιάπωνα Kobayashi Issa.
«Ξάφνου το φίδι/ν' αποδερματώνεται/το φιλδισένιο», βραβευμένο χαϊκού του Παναγιώτη Καποδίστρια
«Αυτό το πουλί-/ Με σπασμένες φτερούγες./ Για σένα πετά.», Χρήστος Τουμανίδης, ιδρυτικός μέλος και πρόεδρος του «Ελληνικού Κύκλου Χαϊκού», εκδότης της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικού Χαϊκού, Δελφοί 1996, και επιμελητής της δεύτερης Ανθολογίας Ελληνικού Χαϊκού,1999, Αθήνα:Δελφοί.
Να θυμίσω και το περισσότερο ίσως γνωστό στους νεότερους χαϊκού, αφού ανθολογείται στα Κ.Ν.Λ της Τρίτης Γυμνασίου, του νομπελίστα ποιητή μας Γ. Σεφέρη:
Βουλιάζει ο κόσμος/κρατήσου, θα σ’ αφήσει/μόνο στον ήλιο.

Μια λεκτική μινιατούρα, λοιπόν, είναι το χαϊκού, με υπαινικτική πυκνότητα ως προς το περιεχόμενο, σύνδεση ανθρώπου- φύσης, ως προς τη θεματολογία και σαφήνεια ως προς τη διατύπωση.

Και όλα αυτά μέσα από μια τρίστιχη διάταξη των στίχων του, διάταξη 17σύλλαβη, με τη μορφή ή φόρμα των 5/7/5 συλλαβών του, στοιχεία που θεωρούνται από τα βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά της «ταυτότητας» ενός χαϊκού, αν και μία ίσως “ελευθερία” στην αντιστοιχία των συλλαβών ανά στίχο, του τύπου 5/5/7 ή 7/5/5, γίνεται σήμερα μάλλον αποδεκτή και από αρκετούς Ιάπωνες ποιητές μάλιστα, όπως πληροφορούμαστε βιβλιογραφικά.

«Παραμένει ωστόσο η δεκαεπτασύλλαβη πειθαρχία απαραίτητη για τη δομή του χαϊκού, αποτελώντας και “το πλέγμα ασφαλείας”, που θα αντέξει την πυκνότητα του περιεχομένου του», και μάλιστα τέτοια, ώστε να επιτυγχάνεται, μέσω αφαιρετικότητας πάντα, το ζητούμενο: Μια ισόρροπη, δηλαδή, αρμονία μεταξύ του φυσικού κόσμου και του ψυχικού, τη δεδομένη στιγμή, αυτή που περνά και χάνεται. Κάτι σαν λεκτική μονοκονδυλιά, θα λέγαμε ίσως αλλιώς, σαν μια ροή, μια αντανάκλαση- και αυτά είναι έννοιες φυσικές, έχουν τους κανόνες τους- μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού κόσμου.
Παράδειγμα εικονογραφικής και στοχαστικής διατύπωσης, από «Τα χαϊκού μιας μέρας και μιας νύχτας», Ρένας Πετροπούλου, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 46, το εξής:
Μια πεταλούδα έφερε την Άνοιξη, στην άλλη όχθη.

Δεν είναι σα να ξεδιπλώνεται, εκεί, μες στη σελίδα μια αλυσίδα συνειρμών που συγκροτούν πίνακα ζωγραφικής οδηγώντας και το βλέμμα, μέσω μιας πεταλούδας, να εστιάσει στην υπαινικτική πυκνότητα της άλλης όχθης;

Για να κριθεί ένα τρίστιχο αυτού του είδους ως ιδιαίτερα πετυχημένο, ως μια εύστροφη σύλληψη, δηλαδή, θα πρέπει, μέσα στη φραστική του συντομία και τη νοηματική του πυκνότητα, να καταφέρνει να εκφράσει ό,τι εγγράφεται στην ψυχή του ποιητή τη συγκεκριμένη στιγμή της έμπνευσης, με τρόπο πρωτότυπο βέβαια και ευρηματικό, αφού και το στοιχείο της έκπληξης, όπως κι εκείνο της αντίθεσης, πέρα από τα βασικά δομικά του μέλη, συνηγορούν υπέρ μιας επιτυχημένης διατύπωσής του.
Παράδειγμα από «Τα χαϊκού μιας μέρας και μιας νύχτας», σελ. 18: Σαν την ιτιά/ τα φύλλα μου θροΐζουν./ Μέσα μου κλαίω.
Κι επίσης, σελ. 20: Συρματόπλεγμα/ δεν έχει η αγάπη./ φτερούγες έχει.

Ένα, ακόμα, χαρακτηριστικό των χαϊκού, γλωσσικό, είναι πως τα ρήματα χρησιμοποιούνται- συνήθως- σε ενεστώτα χρόνο, για να εκφράσουν ακριβώς το συναίσθημα και τη διάθεση της παροντικής στιγμής κι έναν κόσμο ίσως χωρίς αύριο και χθες, έναν κόσμο «εδώ και τώρα».
Σαν μια φωτογραφική απεικόνιση, ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Αλλά πάλι, μήπως δεν εμπεριέχεται σε μια καίρια ποιητική στιγμή κι ο χρόνος όλος; «Απέραντη η στιγμή- αν την προσέξεις», ποιος αγνοεί τον στίχο(Στυλιανού Αλεξίου, “στίχοι επιστροφής”, εκδ. Στιγμή 2012);

Ο παραπάνω κανόνας δεν τηρείται βέβαια από όλους, πάντα και παντού σήμερα. Ας δούμε όμως τρία σχετικά παραδείγματα από «Τα χαϊκού μιας μέρας και μιας νύχτας»:
Σελ. 13: Κι αγναντεύω, / των θλιμμένων δειλινών/ τη νωχέλεια.
Πίνακας ζωγραφικής κι εδώ, που ενεργοποιεί μάλιστα την εσωτερική ματιά, το βλέμμα του ψυχισμού και την εικονοποιητική δυναμική του κάθε αναγνώστη, όπως ίσως μπροστά σε ένα πίνακα του Τέρνερ, αν όχι του Μονέ.
Σελ. 15: Δεν μυρίζει πια/ το νυχτολούλουδό μου,/είναι θλιμμένο.
Πόσο πικρή και τρυφερή συγχρόνως διαπίστωση, οικεία για κείνους, που δεν προσπερνούν απλώς ένα ανθισμένο ή και μαραμένο λουλούδι του κήπου, του μπαλκονιού, μπορεί και της ψυχής τους, αφού ορίζεται ως ξεχωριστό μέσω μιας αντωνυμίας- και μόνο: «το νυχτολούλουδό μου».
Σελ. 39: Αχ, καλοκαίρι,/ στους ίσκιους σου χάνομαι/ ντυμένη φως
Έντονη η αντίθεση, στο τρίστιχο αυτό, που καταφέρνει να κάνει λεπίδα συνδηλωτική ένα σύνηθες για όλους «Αχ». Τι άλλο να πούμε;

Αν θα έπρεπε, όμως, κάτι ακόμα να προσθέσω εδώ, θα ήταν η άποψη του Παναγιώτη Καποδίστρια(εισηγείται σε σχετικό δοκίμιό του προτάσεις για ένα ελληνικό χαϊκού), ο οποίος μεταξύ άλλων λέει: «Εκεί που χρειάζεται να υπάρξει μια σοβαρή ελληνική διαφοροποίηση ως προς το ιαπωνικό χαϊκού είναι ότι το ελληνικό ανάλογο τρίστιχο δικαιούται να συμπεριφέρεται άνετα σαν ένα είδος γνωμικού ή και σαν φιλοσοφικό απόφθεγμα, χωρίς ετούτο να σημαίνει, ότι μεσ' από το φυσιολατρικό ή και φυσιοκρατικό στιγμιότυπο, που απαιτεί ο κανόνας του ιαπωνικού χαϊκού, αποκλείεται η φιλοσοφική διάθεση και διάσταση. Αξίζει μάλιστα εδώ να υπογραμμισθεί, ότι η εν γένει φιλοσοφία των Ιαπώνων, η οποία περνάει με σαφήνεια και σ' αυτήν ακόμη την αρχιτεκτονική των κήπων τους, θέλει να βλέπει σύνολο τον κόσμο μέσα στο παραμικρό στιγμιότυπο από τη φύση».
Αλλά, αν το ψάξουμε και περισσότερο, στην Αργεντινή επί παραδείγματι, αφού χάριν συντομίας δεν θα επεκταθώ, θα δούμε κι εκεί τον Χόρχε Λουί Μπόρχες να γράφει:
Ήμουν μικρός/ δεν ήξερα τότε για θάνατο/ ήμουν αθάνατος.
Επιστρέφοντας και πάλι στην παρουσιαζόμενη συλλογή, αντιγράφω από τη σελίδα 12:
Παράξενο μα/ όσο μεγαλώνουμε,/ νωρίς νυχτώνει.
Μεστή αλήθεια, στοχαστικά δομημένη, μέσα στο πλέγμα της αλληλεπίδρασης ανθρώπινου και μη ανθρώπινου σύμπαντος κόσμου.

Άφησα για το τέλος το ιδιαίτερο για μένα 17σύλλαβο της 11ης σελίδας, διαμάντι απεικονιστικό, ανάμεσα στα άλλα πολύτιμα που αναπαριστά γλωσσικά η ποιητική παλέτα της εξαιρετικής Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, και με αυτή τη συλλογή της:

Η νύφη γέρνει./ Πάει αλλού να δέσει/ το σανδάλι της.

Τι εκπληκτικό χαϊκού για όσους διαβάζουν, αλλά και ζηλευτό, θα έλεγα, για όσους γράφουν!
Πληροί όλους τους όρους, όπως διατηρήθηκαν αλλά και διαμορφώθηκαν σήμερα, και τις προϋποθέσεις της παρατηρητικότητας, της ευαισθησίας και κυρίως της ενσυναίσθησης, που ξεκινώντας από μια διεισδυτική ματιά κατορθώνει να φτάσει ως τα μύχια της ψυχικής παλέτας και να ζωγραφίζει μέσω των λέξεων. Το νόημα σ’ αυτό το τρίστιχο δευτερεύον- συμβαίνει και αυτό κάποιες φορές ως εκ της παραδόσεως με τα χαϊκού- και παρόλη την ακριβολογία του μη ξεκάθαρο, η εικόνα, όμως, με όλη της την κίνηση καθαρότατη, έστω και μέσα από εκείνο το ασαφές χωροχρονικά «πάει αλλού».

Συστήνω ανεπιφύλακτα την κομψή αυτή συλλογή, με τον ιδιαίτερο, πυκνό, ποιητικό της τρόπο και χαρακτηριστικό τίτλο «τα χαϊκού μιας μέρας και μιας νύχτας», μέσα στην οποία θα βρείτε αποστάγματα οπτικής, ποιητικής πνοής και πένας της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, ενώ κάποια από αυτά - τα ίδια ή και διαφορετικά ενδεχομένως από τη δική μου ενδεικτική σταχυολόγηση- είμαι σίγουρη, θα θελήσετε να τα κρατήσετε ως πολύτιμα στη μνήμη σας και στη ζωή σας.
Τελειώνοντας, εύχομαι ολόψυχα στην ποιήτρια και φίλη να συνεχίσει στο δρόμο που χάραξε με τις δύο πρόσφατες συλλογές της- καλοτάξιδες!