Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

ΓΡΑΦΩ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΓΙΝΟΜΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ


του Στίβεν Κινγκ
    grafw-simainei


1. Πρώτα γράφεις για σένα κι ύστερα για τους αναγνώστες. Όταν γράφεις μια ιστορία, τη λες στον εαυτό σου. Όταν τη διορθώνεις, το πρώτο που οφείλεις να κάνεις είναι να πετάξεις όσα δεν ανήκουν στην ιστορία. Το υλικό σου ξεκινάει να υπάρχει μόνο για σένα αλλά σταδιακά αυτονομείται.
2. Μη χρησιμοποιείς παθητική φωνή. Οι ανασφαλείς συγγραφείς επιλέγουν την παθητική φωνή για τον ίδιο λόγο που και οι δειλοί εραστές προτιμούν τις παθητικές ερωμένες. Η παθητική φαντάζει ασφαλής. Ο δειλός γράφει: «Η συνάντηση έχει προγραμματιστεί για τις εφτά» γιατί αυτή η φράση με κάποιον τρόπο τού λέει: Βάλ' το έτσι και οι άλλοι θα πιστέψουν ότι ξέρεις τι λες. Κάψε κάθε φοβητσιάρικη σκέψη. Μην κρύβεσαι. Τέντωσε τους ώμους, πάρε δύναμη κι ανάλαβε την ευθύνη της συνάντησης. Γράψε: «Η συνάντηση είναι στις εφτά». Ορίστε, το δήλωσες. Δε νιώθεις ήδη καλύτερα;
3. Απόφυγε τα επιρρήματα. Το επίρρημα δεν είναι φίλος σου. Σκέψου τη φράση: «Έκλεισε την πόρτα αποφασιστικά». Δεν είναι και τόσο χάλια, όμως αναρωτήσουΑΝ το «αποφασιστικά» έχει όντως θέση στην πρόταση. Σχετίζεται με το νόημα; Διαφωτίζει κάτι ή συγκινεί ως προς την προηγούμενη φράση σου; Λέει κυριολεκτικά πώς έκλεισε την πόρτα; Κι αν μας το λέει η προηγούμενη πρόταση, μήπως το «αποφασιστικά» είναι απλώς ακόμα μια λέξη, άρα περιττή;
4. Ξέχνα τις επεξηγήσεις. Αφού μιλάνε δύο ήρωες, ποιος ο στόχος τού «ο τάδε είπε» και «ο δείνα απάντησε» μετά τις φράσεις τους;
5. Ξέχνα την εμμονή με την τέλεια γραμματική. Η γλώσσα δε χρειάζεται πάντα γραβάτα και κορδόνια στα παπούτσια της. Ο στόχος της γραφής δεν είναι η γραμματική τελειότητα. Θες να νιώσει ο αναγνώστης καλοδεχούμενος στο κείμενό σου και να του πεις την ιστορία σου. Να τον κάνεις να ξεχάσει, όσο μπορείς, ότι διαβάζει μια ιστορία.
6. Η μαγεία βρίσκεται μέσα σου. Είμαι πεπεισμένος ότι ο φόβος αποτελεί τη ρίζα σχεδόν κάθε κακού κειμένου. Ο Ντάμπο το Ελεφαντάκι πετούσε με το μαγικό φτερό. Ίσως σε πιάσει μανία για μια παθητική φωνή και κάποια επιρρήματα. Δεν πειράζει. Μόνο να θυμάσαι ότι ο Ντάμπο στην πραγματικότητα δε χρειαζόταν το μαγικό φτερό, γιατί η μαγεία ήταν μέσα του.
7. Διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε. Οφείλεις να διαβάζεις εκτενέστατα, ώστε διαρκώς να εξελίσσεις και να καλυτερεύεις τη δουλειά σου μέσω της ανάγνωσης.ΑΝ δεν έχεις χρόνο να διαβάζεις, δεν έχεις και τον χρόνο (ή τα εργαλεία) να γράψεις.
8. Μη σε νοιάζει αν θα κάνεις τους άλλους ευτυχισμένους. Το να διαβάζεις σε γεύματα θεωρείται αγενές στις ευγενείς κοινωνίες, όμως αν θες να πετύχεις ως συγγραφέας, η αγένεια ας γίνει το προτελευταίο απ' όσα δε σε νοιάζουν. Το τελευταίο να είναι οι ευγενείς κοινωνίες και τα «πρέπει» τους. Αν σκοπεύεις να γράψεις όσο πιο ειλικρινά μπορείς, οι μέρες σου ως μέλος μιας ευγενούς κοινωνίας είναι έτσι κι αλλιώς μετρημένες.
9. Κλείσε την τηλεόραση. Σχεδόν παντού υπάρχει πια μια τηλεόραση να ουρλιάζει, άλλοτε ειδήσεις, άλλοτε το χρηματιστήριο, άλλοτε τα αθλητικά, όμως το λιγότερο που χρειάζεται ένας δυνάμει συγγραφέας είναι αυτού του τύπου την ενημέρωση. Αν κολλάς στην τηλεόραση, μάλλον ήρθε η ώρα να αναρωτηθείς πόσο σοβαρά έχεις πάρει τις συγγραφικές σου φιλοδοξίες. Πρέπει να ετοιμαστείς για σοβαρή ενδοσκόπηση και κατεύθυνση προς τη ζωή της φαντασίας σου, και αυτό σημαίνει ότι τα τηλεοπτικά τρώνε χρόνο. Και το διάβασμα απαιτεί χρόνο, τον οποίο σου αφαιρεί η τηλεόραση.
10. Έχεις τρεις μήνες. Το πρώτο σχεδίασμα ενός βιβλίου, ακόμα κι ενός πολυσέλιδου βιβλίου, δεν πρέπει να παίρνει πάνω από τρεις μήνες – όσο διαρκεί η καθεμία απ' τις τέσσερις εποχές.
11. Δεν υπάρχουν μυστικά επιτυχίας. Όποτε με ρωτούν για το μυστικό της επιτυχίας (μια παράλογη ιδέα που όμως οφείλω να απαντήσω), λέω ότι έχω δύο: Προσπάθησα να μείνω υγιής και έμεινα παντρεμένος. Είναι μια καλή απάντηση γιατί διώχνει την ερώτηση και γιατί περιέχει κάποια στοιχεία αλήθειας. Ο συνδυασμός του υγιούς σώματος και της σταθερής σχέσης με μια γυναίκα που βασίζεται μόνο στον εαυτό της και δεν ανέχεται την παραμικρή μαλακία από μένα μου έδωσαν τη δυνατότητα να συνεχίσω το γράψιμο. Και το επιπλέον που ισχύει: το γράψιμο μου προσφέρει χαρά που έχει συνεισφέρει και στην υγεία μου και στον γάμο μου.
12. Γράφε μια λέξη τη φορά. Με ρώτησαν στο ραδιόφωνο πώς γράφω. Απάντησα ακριβώς αυτό: «Μια λέξη τη φορά» και ο δημοσιογράφος πήρε ένα ύφος σαν να μην του απάντησα. Έψαχνε να βρει αν του έκανα πλάκα. Δεν έκανα καθόλου πλάκα. Στο τέλος τέλος, είναι τόσο απλό. Είτε είναι μια βινιέτα σε μια σελίδα είτε μια επική τριλογία σαν τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, η δουλειά γίνεται γράφοντας πάντα μια λέξη τη φορά.
13. Περιόρισε ό,τι σου αποσπά την προσοχή. Μην έχεις τηλέφωνο στο χώρο που γράφεις, ούτε τηλεόραση, ούτε βιντεοπαιχνίδια για να καθυστερείς με χαζομάρες.ΑΝ υπάρχει παράθυρο, κλείσε τις κουρτίνες, εκτός κι αν η θέα είναι ένας τοίχος.
14. Μείνε στο δικό σου στιλ. Κανείς δεν μπορεί να μιμηθεί την προσέγγιση ενός άλλου, όσο απλό κι αν δείχνει αυτό που έγραψε. Δε γίνεται να θες να γράψεις ένα βιβλίο-πύραυλο με τα λόγια ενός άλλου. Αυτοί που σκέφτονται ότι θα γίνουν εκατομμυριούχοι μιμούμενοι τον John Grisham παράγουν ως επί το πλείστον χλωμά αντίγραφα, γιατί το λεξιλόγιο δε σημαίνει συναίσθημα και η πλοκή απέχει έτη φωτός απ' την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνεται το μυαλό και η καρδιά.
15. Σκάβε. Σε μια συνέντευξή μου στον Μαρκ Σίνγκερ του The New Yorker είπα ότι πιστεύω πως οι ιστορίες είναι αντικείμενα που χάθηκαν και βρέθηκαν σαν απολιθώματα στην πέτρα και απάντησε ότι δε με πιστεύει. Απάντησα ότι δε με ενοχλούσε αυτό, αρκεί να πίστευε ότι αυτό πιστεύω εγώ. Και το πιστεύω. Οι ιστορίες δεν είναι αναμνηστικά μπλουζάκια ούτε Game Boys. Οι ιστορίες είναι απολιθώματα, μέρη ενός προϋπάρχοντος κόσμου που δεν ανακαλύφθηκε ακόμη πλήρως. Η δουλειά του συγγραφέα είναι να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της εργαλειοθήκης του ώστε να βγάλει όσο πιο ακέραιο μπορεί το απολίθωμα απ' την πέτρα. Μερικές φορές το απολίθωμα που ανακαλύπτεις είναι μια σταλιά, ένα όστρακο. Κάποτε είναι τεράστιο, ένας Βασιλικός Τυραννόσαυρος με όλα τα γιγαντιαία πλευρά του και τα θηριώδη δόντια του. Όπως και να 'χει, είτε είναι ένα διήγημα είτε ένα μυθιστόρημα-ποταμός, οι τεχνικές της ανασκαφής παραμένουν ίδιες.
16. Πάρε αποστάσεις. Αν δεν το έχεις ξανακάνει, θα διαπιστώσεις ότι διαβάζοντας το βιβλίο σου ύστερα από έξι βδομάδες που δεν το άγγιξες, νιώθεις έξαρση και κάτι παράξενο. Είναι δικό σου, θυμάσαι και ποιο τραγούδι άκουγες σε κάποιες φράσεις, αλλά θα σου φανεί σαν να διαβάζεις το κείμενο κάποιου άλλου, ίσως της αδελφής ψυχής. Και έτσι πρέπει να είναι, αυτή είναι και η αιτία της αποστασιοποίησης. Είναι πάντα πιο εύκολο να σκοτώσεις τις αγαπούλες κάποιου άλλου, παρά τις δικές σου.
17. Πέτα κάθε βαρετό κομμάτι και σκότωσε τις αγαπούλες σου. Συνήθως όταν σκέφτομαι τον ρυθμό, θυμάμαι τον Elmore Leonard, που το εξήγησε τόσο τέλεια, δηλώνοντας ότι απλώς πέταξε τα βαρετά κομμάτια. Αυτό σημαίνει ότι κόβεις για να ανεβάσεις τον ρυθμό και αυτό πρέπει τελικά να κάνουμε οι περισσότεροι. (Σκότωσε τις αγαπούλες σου, σκότωσε τις αγαπούλες σου, σκότωσέ τες ακόμα κι αν ραγίζει η εγωκεντρική συγγραφική καρδούλα σου, σκότωσε τις αγαπούλες σου.)
18. H έρευνα να μην πνίγει τον μύθο σου. Αν όντως είναι ανάγκη να κάνεις έρευνα γιατί κομμάτια της ιστορίας σου ασχολούνται με θέματα που αγνοείς, να θυμάσαι τις λέξεις από «υπό», όπως υπόβαθρο και υπονοούμενο ή υπόστρωμα. Μπορεί να μαγευτείς με όσα έμαθες για τα βακτηρίδια ή το σύστημα υπονόμων της Νέας Υόρκης ή τον δείκτη νοημοσύνης των σκυλιών ράτσας Κόλεϊ, όμως οι αναγνώστες σου νοιάζονται περισσότερο για τους χαρακτήρες και την ιστορία σου απ' ό,τι για τις γνώσεις σου.
19. Συγγραφέας γίνεσαι επειδή διαβάζεις και γράφεις. Δε χρειάζεσαι σεμινάρια δημιουργικής γραφής περισσότερο απ' όσο χρειάζεσαι κάποιο βιβλίο που μιλάει για τη γραφή. Ο Φόκνερ έμαθε την τέχνη του ενόσω δούλευε σ' ένα ταχυδρομικό γραφείο στο Μισισιπί. Άλλοι ήταν στο ναυτικό, ή σε ορυχεία, ή στη ρεσεψιόν κάποιου ξενοδοχείου. Εγώ έμαθα τα χρήσιμα (και εμπορικά μιλώντας) στη ζωή μου όλη, πλένοντας τα σεντόνια ενός μοτέλ και τα τραπεζομάντιλα ενός εστιατορίου. Μαθαίνεις καλύτερα διαβάζοντας πάρα πολύ και γράφοντας πάρα πολύ, και τα πιο χρήσιμα μαθήματα είναι αυτά που μόνος σου διδάσκεις τον εαυτό σου.
20. Γράφω σημαίνει γίνομαι ευτυχισμένος. Το γράψιμο δεν αφορά τα πλούτη, τη δόξα, τη φήμη, τις γκόμενες ή τις φιλίες. Στην τελική σημαίνει ότι εμπλουτίζεις τη ζωή όσων σε διαβάζουν και τη δική σου φυσικά. Σημαίνει να σηκώνεσαι, να είσαι καλά, να ξεπερνάς τον εαυτό σου. Να γίνεσαι ευτυχισμένος, κατάλαβες; Το γράψιμο, όπως και κάθε δημιουργική τέχνη, είναι μαγεία αναγκαία όσο το νερό για τη ζωή. Το νερό είναι δωρεάν. Άρα, πιες!
(Ο Στίβεν Κινγκ παραδέχεται ότι δεν τηρεί πάντα τους κανόνες που μόνος του έχει θέσει, ωστόσο τους σέβεται. Λέγεται ότι είναι ο μόνος συγγραφέας που έχουν ήδη συμπεριληφθεί 20 δικές του λέξεις στα λεξικά της αγγλικής γλώσσας. Περισσότερα στο βιβλίο του Περί συγγραφής, εκδόσεις Bell, 2006.)

Πρώτη δημοσίευση: Διάστιχο

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015


Διήγημα: Εδώ έζησε ο Αρθούρος


του Απόστολου Θηβαίου // *

ΤΑ ΦΡΕΣΚΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Rimbaud_Το σπίτι αυτό δεν κατοικείται. Παλιώνει ήσυχα κοντά στους βασιλικούς κήπους, ανάμεσα σε κραυγές παγωνιών και πρωινή υγρασία. Το σπίτι αυτό φέρει αγάλματα, διάσπαρτα σώματα νέων απ΄την Καρχηδόνα, τον Τάραντα, το Παρίσι. Κάποια απ’ αυτά κουβαλούν τ’ άτεχνα μάτια τους. Είναι νεότατα πρόσωπα μ’ άσπρα, λαμπερά κορμιά από γύψο. Κάποιος βαδίζει ανάμεσα στα ομοιώματα, έπειτα χάνεται προς τις πυκνές λεωφόρους, αφήνοντας για πάντα σημάδια πάνω στ΄ αγάλματα και τις κλειστές πόρτες.
Εδώ έζησε κάποτε ο Αρθούρος. Αυτά τα χρώματα στους τοίχους, τα φρέσκα του μέλλοντος είναι τα δικά του ποιήματα. Ο Αρθούρος ζωγραφίζει δίχως προσευχές, μαίνεται νεότατος, στην αγαπημένη ηλικία του θανάτου. Κάθε δωμάτιο, συνιστά μια ιστορία. Πρόκειται για όνειρα παιδικά που δεν λησμονήθηκαν. Ο Αρθούρος από τερακότα, σχεδιασμένος με μολύβι, μ’ άχνές, συρμάτινες γραμμές έτσι που να αλλοιώνεται το πρόσωπό του. Ο Αρθούρος με στιγματισμένα χέρια απ’ τα ποιήματα, ένας γνώριμος των στοιχείων της φύσης. Από καταιγίδες φτιαγμένος ο Αρθούρος και με τη φαντασία του κατεστραμμένη, ευτυχής μες στη φωτιά της ζωής, έξω και πέρα από τους αιώνες.
Εδώ κάποτε έζησαν όλοι οι επαναστάτες της ανθρωπότητας. Τα χνάρια τους ζωγραφισμένα απ’ τον Αρθούρο, κορμιά γεμάτα καταφύγια και ρευστά, χαλύβδινα ποιήματα να πετούν μες στα δωμάτια με την ελευθερία τους ανίκητη. Ο Αρθούρος λαμβάνει σήματα από ακραίους σταθμούς. Και χαρακτηρίζει την εποχή του γοητευμένος απ’ τα ορμητικά, πολυφωνικά κύματα του έρωτα και τ’ αμαρτήματα που συγχωρούνται μες στους ρυθμούς. Πεθαμένα ασημικά και πουλιά με νερένιο πέταγμα, σαν ορίζοντες θερμών ημερών. Απροσδιόριστα, νερένια πουλιά, όπως τα θεμέλια ενός ζωγραφισμένου σπιτιού από λάδι με την ένδοξη διεύθυνση χαραγμένη πάνω απ΄την παλιά θύρα.
Εδώ έζησε κάποτε ο Αρθούρος. Και μες στη συγκίνηση ζωγράφισε τα ήμερα ζώα της Παλαιστίνης, έθαψε για πάντα τους ποιητές μες στα πυκνά φυλλώματα, επισήμανε την καταγωγή του από τα πυγμαία εδάφη, εξαντλώντας ολόκληρο το χώμα μέσα του. Αντίκρισε τους τελευταίους πορτοκαλεώνες της μέρας και στήριξε τον ουρανό στο μέτωπό του με την επιτηδειότητα ενός ακροβάτη, όπως εκείνος που προσμένει ένα λόγο απ’ τ’ άρρωστο φεγγάρι, αιώνες πάνω στις ετοιμόρροπες, αμερικανικές σκάλες. Τόσα παραμύθια γραμμένα στους τοίχους του κλειστού σπιτιού, τόσες ζωές ο Αρθούρος μακριά απ’ τους φωτισμένους εξώστες, τις πλούσιες αύρες, τις παλιές δόξες που φθάνουν πια κυματίζοντας. Λέξεις μονοσύλλαβες, ονόματα εραστών.
Ο Αρθούρος διασώζεται ως προσωπογραφία. Μια πιστή αναπαράσταση, μ’ ένδυμα εποχής και τ’ ακαθόριστα μάτια από θαλασσινό γυαλί. Τα συνοικιακά δράματα δεν ταιριάζουν στον Αρθούρο. Όταν θα φθάσει το κρύο εκείνος θα κατευθύνεται προς τις θύελλες που ονειρεύτηκαν τα νερά. Μια πολύ αποχρώσα συχνότητα βεβαιώνει πως ο Αρθούρος υπήρξε ανάμεσα στα καλιφορνιακά, τσιμεντένια μέγαρα και τις ακμές των θρυλικών, νεοκλασσικών περιόδων.
Στις μέρες μας ο Αρθούρος είναι ένας άγιος. Κάποιος ν’ ακουμπούν τα κορίτσια τις ώρες της μεγάλης λύπης ή όταν ιππεύουν ελεύθερες ωραίους, βουνίσιους πολεμιστές. Αθωότερες πάντα όλων των ανθρώπων. Όταν κάποτε αναζητήσουμε ξανά τον Αρθούρο, θα τον βρούμε πριγκηπικό από χρυσό και ελεφαντόδοτο, ακέραιο μες στα ερείπια των ακαδημιών.

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

Πρώτη δημοσίευση: Fractal

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015


H ανανέωση του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος


Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου*

Το ιστορικό μυθιστόρημα, που διεκδίκησε έναν κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής ήδη από τον 19ο αιώνα, για να περάσει από το 1950 και μετά σε μια κατάσταση υποστολής και ύπνωσης, θα κάνει λίγο προτού εκπνεύσει ο 20ος αιώνας μιαν εντυπωσιακή επανεκκίνηση, εξασφαλίζοντας όχι μόνο την αποδοχή της κριτικής, αλλά και σημαντικές κυκλοφοριακές επιτυχίες. Η αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας θα επανέλθει στο κέντρο των σκοπών του, μακριά, όμως, από την ανάγκη στέρεου σχηματισμού και ιδεολογικής θωράκισης της εθνικής συνείδησης. Πρόκειται για μιαν αναζήτηση η οποία θα παρακάμψει την αρχαία και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τη βυζαντινή και τη φραγκοκρατούμενη Ελλάδα, για να αντλήσει τα υλικά της κατά μείζονα λόγο από τον 19ο αιώνα: από τον αθηναϊκό και τον πατρινό περίγυρο του νεοελληνικού κράτους, από τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου, των παρίστριων ηγεμονιών και της Ρωσίας ή από τις οθωμανικές περιφέρειες της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Κρήτης. 

Δεν θα λείψει και η επέκταση σε νεώτερες ιστορικές φάσεις, όπως ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ή η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Ο περιορισμός του χρόνου αναφοράς στους δύο τελευταίους αιώνες είναι ευνόητος μια και κατά τη διάρκειά τους η Ελλάδα θα αποκτήσει την εθνική της ανεξαρτησία, ζώντας εκ παραλλήλου μεγάλα πολιτικά δεινά (εσωτερικά και εξωτερικά), που δεν θα πάψουν να την ταλανίζουν ώς την πτώση του καθεστώτος των συνταγματαρχών τον Ιούλιο του 1974.

Οι ανανεωτές του ιστορικού μυθιστορήματος (Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα, Αλέξης Πανσέληνος, Νίκος Θέμελης) δεν θα επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους, όπως οι παλαιότεροι, στη σχέση των Ελλήνων με μια ξένη και ως εξ ορισμού καταπιεστική και εχθρική δύναμη (πρώτα η οθωμανική αυτοκρατορία και ύστερα το τουρκικό κοσμικό κράτος), αλλά στη συνεχή και εν πολλοίς αναπόφευκτη διαπλοκή τους με τα φυλετικά γνωρίσματα του άλλου – ενός άλλου που σύντομα θα αποδειχθεί η ανάποδη όψη του εαυτού τους. Η προβολή αυτής της φυλετικής πολυφωνίας (το ελληνικό στοιχείο σε οργανική συνύπαρξη και συνάρτηση με τον μουσουλμανικό, τον αραβικό και τον σλαβικό παράγοντα) θα καταστήσει αδιανόητο για τους συγγραφείς τον ρόλο του εθνικού βάρδου.

 Το ελληνικό σύμπαν θα γίνει για το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα ένα πεδίο κατ’ επανάληψη χαμένων στοιχημάτων, που θα προετοιμάσουν μέσα από τους πιο απρόσμενους δρόμους την τεράστια οικονομική, πολιτική, κοινωνική και ηθική κρίση των ημερών μας. Το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα θα λειτουργήσει, όμως, και ως ένας καθρέφτης πολλαπλών πολιτισμικών αντανακλάσεων. Ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο έχουμε τη δυνατότητα να κοιτάξουμε το πρόσωπο του άλλου πέρα από διαχωρισμούς και σύνορα, σαν αναπόσπαστο δικό μας κομμάτι, αλλά και σαν μιαν εντελώς ξέχωρη και διαφορετική, έξω από εμάς και γεμάτη από ανεξερεύνητα στοιχεία εμπειρία: μια εμπειρία όχι μόνο της Ανατολής, που θα πάψει να είναι ο βάρβαρος εχθρός, αλλά και της Δύσης, που θα σταματήσει να εκπροσωπεί τον ευγενή κυρίαρχο και θα μετατραπεί σε οδό για την πρόσβαση στις κατακτήσεις της τέχνης, της επιστήμης και της φιλοσοφίας.

Μια άλλη ομάδα μυθιστοριογράφων (Σώτη Τριανταφύλλου, Μάνος Ελευθερίου) θα  χαράξει μια κάπως διαφορετική γραμμή. Τα μεγάλα γεγονότα ή οι λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής  του τέλους του 19ου και της πρώτης πεντηκονταετίας του 20ου αιώνα (από τις πολιτικές μεταβολές στην Ευρώπη και στην Αφρική και τον ρόλο των γυναικών σ’ ένα έντονα ανδροκρατικό περιβάλλον ως τις ενδυματολογικές και τις γαστρονομικές συνήθειες της αστικής τάξης σε μιαν Ελλάδα μονίμως στραμμένη προς τη Δύση) θα πλέξουν γύρω από τη μυθοπλασία έναν φαντασμαγορικό χρονότοπο, που θα μετατρέψει την Ιστορία σε ένα είδος παραμυθητικής αφήγησης με στόχο ένα κοινό το οποίο έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να συγκλονίζεται από τη θέρμη της οποιασδήποτε συλλογικής βλέψης ή αυτεπιβεβαίωσης.

Μαζί με την ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος και την εμφάνιση της ιστορικής φαντασμαγορίας, τα χρόνια μετά το 1989 θα φέρουν και κάτι άλλο: την ανάδειξη του τοπικού στοιχείου, με τη δράση να αποκτά κάποτε μιαν αγνωστικιστική ή και μυστικιστική διάσταση, που θα εισαγάγει στον χώρο της Ιστορίας τα σύμβολα της φύσης ή του ιερού. Τα έργα τα οποία κοιτάζουν προς αυτή την κατεύθυνση είναι λιγότερο ιστορικά μυθιστορήματα και περισσότερο ιστορικές μυθοπλασίες – μικρού βεληνεκούς αφηγήσεις κεντημένες πάνω σε μιαν αραιή ιστορική ύλη, που ακόμα κι όταν γνωρίζει κάποιες πυκνώσεις, δεν εξελίσσεται ποτέ σε κρίσιμη μάζα. Οι συγγραφείς αυτής της κατηγορίας (Βασίλης Γκουρογιάννης, Βασίλης Μπούτος, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Διαμαντής Αξιώτης) δεν επιδιώκουν πλέον να διατρέξουν μεγάλες γεωγραφικές περιοχές και να κινηθούν σε μιαν ευρεία γκάμα τόπων, συλλογικοτήτων και πληθυσμών, αντιπαραθέτοντας στον λόγο των εθνικών ιδεωδών τον λόγο της πολυπολιτισμικότητας ή ξετυλίγοντας μπροστά στα μάτια του αναγνώστη-θεατή ένα χορταστικό ιστορικό θέαμα:

Μετακομίζουν, αντιθέτως, από την αναπεπταμένη, τοιχογραφική επιφάνεια του ιστορικού μυθιστορήματος προς μιαν εντός συνόρων και χαμηλής κυκλοφορίας περιοχή, η οποία αποκαλύπτει έναν ιστορικά μισοφωτισμένο ή και παραγνωρισμένο κόσμο, που πάντως δεν θα εξαντληθεί στην υπενθύμιση του ξεχασμένου εαυτού του, αλλά θα υποδείξει έστω και έμμεσα την επαφή του (κι αυτό είναι που τον κάνει να αποσπά την προσοχή μας) με τον κεντρικό κορμό (τα μείζονα συμβάντα) του ιστορικού του χρόνου. 
Οι ιστοριογράφοι έχουν περιγράψει αυτό το ιστορικό στάτους με μια ποικιλία ονομάτων: τοπική ιστορία, αστική ιστορία, storia patria, storia matria, petite histoire, ministoria, microstoria, μικροϊστορία. Όπως κι αν την ονομάσουμε, η τοπική ιστορία ή μικροϊστορία αποτελεί πάντοτε τη στενή λεωφόρο για το πέρασμα από το μεμονωμένο, το τοπικό και το περιφερειακό προς το καθολικό και το σφαιρικό. Ο χρόνος θα καλύψει τώρα ολόκληρο τον 19ο αιώνα και το μεγαλύτερο μέρος του 20ου, φτάνοντας μέχρι και λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ οι τόποι θα είναι από Κέρκυρα και Καβάλα μέχρι Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία.

Περιορισμένο βεληνεκές θα προκρίνει και μια άλλη ομάδα συγγραφέων (Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Πάνος Καρνέζης, Σάκης Σερέφας, Θανάσης Σκρουμπέλος), που θα επιλέξουν ως βασικό σκηνικό τους την καθημερινότητα όχι για να ενοφθαλμίσουν στις κινήσεις της το συλλογικό, όπως το κάνουν το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα και η ιστορική φαντασμαγορία, αλλά για να το θάψουν κάτω από την ακινησία της: μια ακινησία-καταφύγιο για τον τρόμο που προκαλεί το συντριπτικό ιστορικό του μέγεθος. Γυρίζοντας τα νώτα της στο συλλογικό, μια τέτοια καθημερινότητα δεν μπορεί παρά να κλειδαμπαρώσει τους πρωταγωνιστές της στις άτεγκτες νόρμες των βιοτικών τους αναγκών, αφαιμάζοντας την ατομικότητά τους και εξοβελίζοντάς τους στη σφαίρα του ιδιωτικού.

Είναι, παρόλα αυτά, μια καθημερινότητα που θα παραμείνει, όπως και οι τόποι της χαμηλής κυκλοφορίας, σε όλο το μήκος της δέσμια της Ιστορίας μια και θα ήταν αδύνατο να αναπνεύσει έξω από τα όριά της. Εκείνο που θέλει να υποδείξει σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο αυτή η καθημερινότητα είναι η κυριάρχηση της βραχείας από τη μακρά διάρκεια: η υποχώρηση του χρόνου της άμεσης δράσης (ό,τι αλλάζει μέσα από τον ρου των ιστορικών γεγονότων) υπέρ του αργού ιστορικού χρόνου (ό,τι αλλάζει βραδέως και μέσα από πολλαπλές αντιστάσεις). Ο χρόνος εδώ είναι τα μεσοπολεμικά χρόνια και η δεκαετία του 1940 και οι τόποι εκκινούν από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, για να φτάσουν μέχρι την Άμφισσα, τη Φλώρινα, τη Μικρά Ασία και, αίφνης, την Ισπανία του Εμφυλίου.

Υπάρχει, όμως, και ένας χρόνος εκτός του ιστορικού χρόνου. Είναι ο χρόνος του παρόντος, που διαλέγεται κάποτε ευθέως με τον χρόνο του παρελθόντος όχι για να τον προικίσει με μια σύγχρονη ματιά, όπως αναπόφευκτα συμβαίνει με όλους τους ιστορικούς μυθιστοριογράφους, ανεξαρτήτως του σε ποιο ρεύμα ανήκουν, ούτε για να ιστορικοποιήσει το τώρα, όπως γίνεται με όλους τους συγγραφείς της ιστορικής μεταμυθοπλασίας, αλλά για να οδηγήσει το παρόν και το παρελθόν  σε ένα καθεστώς ισότιμης επικοινωνίας, δημιουργώντας ανάμεσά τους έναν δεσμό ισχυρού αλληλοκατοπτρισμού.

Ποιος, όμως, ακριβώς αντικατοπτρίζεται σε ποιον και γιατί; Οι συγγραφείς που ισομοιράζουν στην αφήγησή τους το παρόν με το παρελθόν, προσέχοντας να μη γείρει ούτε προς τη μια ούτε προς την άλλη μεριά το ζύγι των αναλογιών (Δημήτρης Νόλλας, Τάσος Χατζητάτσης, Σοφία Νικολαϊδου, Ελιάνα Χουρμουζιάδου), θέλουν να πουν περίπου το εξής:ΑΝτο παρελθόν έχασε τη μάχη εξαιτίας των ιστορικών του αδιεξόδων, τότε και το παρόν καταλήγει κάθε τόσο στα δικά του αδιέξοδα, που φέρουν βαρέως την ιστορική τους καταγωγή. Μένοντας στην ιστορική καταγωγή, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και πάλι εν προκειμένω για τα μακρινά προανακρούσματα της σημερινής κρίσης. Η μια εικόνα τροφοδοτεί την άλλη και η συνάντηση των δύο γραμμών θα κλείσει έναν κύκλο ματαιοπονίας και άδοξης επανάληψης: ένας κύκλος που θα ξεκινήσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο (αγγίζοντας και τις δεκαετίες του 1960 και του 1970), για να βάλει απέναντί τους τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, με ένα γεωγραφικό τόξο το οποίο θα καλύψει από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και τη Δυτική Γερμανία.

Όλα αυτά θα μας κατευθύνουν, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, στον μεταμοντερνισμό της ιστορικής μεταμυθοπλασίας (Νίκος Μπακόλας, Θανάσης Βαλτινός, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Έλενα Χουζούρη, Θωμάς Σκάσσης), όπου οι τόποι και οι χρονολογίες θα χάσουν την πρωτεύουσα σημασία τους (ακόμα κι αν η αφήγηση θα επιστρέψει στη Μακεδονία του αρχών του 20ου αιώνα, στον Εμφύλιο της δεκαετίας του 1940 ή στην Κρήτη του Ελευθερίου Βενιζέλου), για να δώσουν τη θέση τους στο διακειμενικό παιχνίδι και να ανακατέψουν τα πιο διαφορετικά είδη: από την αρχαιολογική φαντασία, τη μυθιστορηματική βιογραφία και τη μυθοπλαστική αυτοβιογραφία μέχρι το αστυνομικό μυθιστόρημα,  την ιστορική παρωδία και το ιστοριογραφικό δοκίμιο.

Στέλνοντας την έννοια της ιστορικής αλήθειας στα αζήτητα, η ιστορική μεταμυθοπλασία θα συνδυάσει  το εξωλογοτεχνικό ντοκουμέντο με τη λογοτεχνική αυτοαναφορικότητα, θα ενισχύσει τον παρελθοντικό χρόνο με μιαν εμφανώς τονισμένη παροντική προοπτική και θα αναλάβει να εξηγήσει (αν θα εξηγήσει εντέλει) τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί και επεξεργάζεται ο μυθιστοριογράφος το ερευνητικό υλικό του.
Η ανανέωση του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος αποκτά κάθε τόσο καινούργια χαρακτηριστικά (η περιδιάβαση την οποία επιχείρησα είναι ενδεικτική μόνο των βασικών του τάσεων) και όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν, βεβαίως, για το μέλλον ανοιχτά.

(*) Εισαγωγική ομιλία (με προσθήκες) στην εκδήλωση για το ιστορικό μυθιστόρημα που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής στις 28 Απριλίου 2014
Πρώτη δημοσίευση: Αναγνώστης

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Βάνα Χαραλαμπίδου: Παλμύρα - Το μυθικό βασίλειο της Ζηνοβίας



Είναι ένας από τους πιο ονομαστούς και γοητευτικούς τόπους του κόσμου. Η «Ταντμούρου» των Ασσυρίων και Βαβυλώνιων, η Ταντμούρ των Αραμαίων, ο «φάρος μέσα στην έρημο» τη συριακή, στο φυσικό σύνορο του Ευφράτη, στο σταυροδρόμι του δυτικού εμπορικού δρόμου που επί χιλιετίες διέσχιζαν τα καραβάνια, η πολιτεία που, σύμφωνα με τις γραφές, έχτισε ο βασιλιάς Σολομώντας, η Παλμύρα! Και γέννησε μια μυθική βασίλισσα, την επιβλητική, ικανή, θαρραλέα, τολμηρή, φιλόδοξη και αποφασιστική, τη «βασίλισσα της άμμου» Ζηνοβία. Που στη σύντομη ―μόλις πεντάχρονη― βασιλεία της, κατόρθωσε να μετατρέψει την υποτελή στη Ρώμη πολιτεία της σε ανεξάρτητο βασίλειο, να δημιουργήσει μια εφήμερη αυτοκρατορία και, μέσα στην παλμυρινή όαση, μια περίλαμπρη πολιτεία με ναούς, στοές, αγορές, λουτρά, επαύλεις, αποθήκες και χάνια, κατάφερε να κατακτήσει ολόκληρη τη Συρία, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και να ανακηρυχτεί Αυγούστα, να τρομάξει τους Ρωμαίους επικυρίαρχους του τότε κόσμου, και τελικά να συλληφθεί σ’ ένα άδοξο τέλος που σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή και τον οριστικό μαρασμό της μαγικής της φοινικούπολης, της Παλμύρας των μοναδικών μνημείων και των καραβανιών της Ανατολής.




Χάρη σε μια πηγή νερού στο κέντρο της Συροαραβικής όασης, η Παλμύρα κατοικήθηκε από τη δεύτερη προ Χριστού χιλιετία. Το πέρασμα του Μεγαλέξανδρου παραδίδει το αραμαϊκό κράτος της Παλμύρας στην ελληνική επιρροή, ενώ κατά την εποχή των επιγόνων ανήκει στο βασίλειο των Σελευκιδών, μέχρι να γίνει ένα κράτος μεθοριακό στα σύνορα των δύο υπερδυνάμεων της εποχής, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της περσικής. Η Παλμύρα άρχισε να πλουτίζει επικίνδυνα τον πρώτοΠ.Χ. αιώνα. Αργότερα, θα κερδίσει την εύνοια του αυτοκράτορα Αδριανού, που την συμπεριέλαβε στο αμυντικό αυτοκρατορικό σύστημα, την εξόπλισε για να αντιμετωπίζει τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, κυρίως τους Πέρσες αλλά και τους κάθε λογής ληστές, της απέδωσε τον τίτλο της «Μητροπόλεως» και το επίθετο «Αδριανή Παλμύρα». Την εποχή του Καρακάλλα θα αποκτήσει τον τίτλο της «Colonia», ενώ, σύμφωνα με το διάταγμά του, και οι παλμυρινοί, όπως όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, έχουν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.

Στοιχειωμένη από τον πολύγλωσσο κοσμοπολιτισμό της, το πολύχρονο αλισβερίσι των εμπορευόμενων όλου του κόσμου, τη λαγνεία της τρυφηλής ζωής των παλμυρινών, το μακρόσυρτο τραγούδι των βεδουίνων που κατέφευγαν εδώ, τις επιγραφές των Αραμαίων - μεσιτών των μεταξύ Ανατολής και Δύσης συναλλαγών, τον ελληνικό λόγο των φιλοξενούμενων της βασίλισσας φιλοσόφων και καλλιτεχνών, τις βαρβαρικές φωνές της μόνιμης απειλής των Περσών, την κλαγγή των όπλων των ρωμαϊκών λεγεώνων, τους αλαλαγμούς των Αράβων επιδρομέων, την υπεροχή των βυζαντινών επικυρίαρχων, μέχρι και τις ιαχές των Μογγόλων του Ταμερλάνου, η Παλμύρα συνιστά σήμερα έναν από τους μεγαλοπρεπέστερους αρχαιολογικούς χώρους όλου του κόσμου, που είναι κηρυγμένος ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την Ουνέσκο.



Σημαντικός κόμβος στους δρόμους του μεταξιού, στο σύνορο των δύο αυτοκρατοριών που ήλεγχαν οι Ρωμαίοι και οι Πέρσες, πέρασμα ανάμεσα στη λεκάνη της Μεσογείου και τους αρχαίους λαούς της Μεσοποταμίας, σταθμός των μεγάλων καραβανιών που ταξίδευαν στην Ανατολή, από την Κίνα, την Περσία και τη Μεσοποταμία προς τη Δύση, τόπος διακίνησης αγαθών και γνώσης, σημαντική και ως στρατηγικής σημασίας προκεχωρημένο φυλάκιο, προστατευμένο από τις επιθέσεις των εισβολέων χάρη στην απομονωμένη μέσα στην έρημο θέση της, πολύτιμη όαση κρυμμένη στην απέραντη έρημο, με ελληνική διοικητική οργάνωση, με «Βουλή και Δήμο Πυλμηρηνών», η Παλμύρα, ένας από τους πιο ονομαστούς και πιο γοητευτικούς τόπους του κόσμου, η πόλη των φοινίκων, η μητρόπολη των Αραμαίων και των Βεδουίνων, ο στόχος των Περσών, των Λατίνων και των Αράβων, η πόλη - μαρτυρία του ανταμώματος των ελληνοσυριακών παραδόσεων, άνθησε από τον πρώτο έως και τον τρίτο αιώνα και χάρισε στην ιστορία ένα από τα πιο μυθικά για την ομορφιά και την τόλμη, την ικανότητα και τις φιλοδοξίες του πρόσωπα, τη βασίλισσά της Ζηνοβία, την «κόρη της ερήμου».




Η βασίλισσα Ζηνοβία (πηγή: διαδίκτυο)

Η γενναία βασίλισσα της Παλμύρας Ζηνοβία, η Μπατ Ζαμπάι ή Ζαϋνάμπ των Παλμυρινών, η Ζεϋνάμπ, η βασίλισσα της ερήμου, αραβικής γενιάς, ήταν μια από τις πιο μορφωμένες και γλωσσομαθείς γυναίκες της εποχής της ―μιλούσε ελληνικά, λατινικά, αραμαϊκά και αιγυπτιακά―, ικανή και τολμηρή, όμορφη, αποφασιστική και απρόσιτη, υπέρμετρα φιλόδοξη, ίσως κι αδίστακτη, μια από τις πιο φημισμένες γυναίκες της ιστορίας και του θρύλου, που έμελλε να ζήσει μεγάλη δόξα στην εφήμερη βασιλεία της (267– 272). Ύπαρξη σαγηνευτική, πλάσμα ακαταμάχητα χαρισματικό, πέρασε από την ιστορία στον μύθο, με το όνειρό της να κάνει την Παλμύρα όχι μόνο εμπορικό αλλά και πνευματικό κέντρο.
Ήταν σύζυγος του βασιλιά Σεπτίμιου Οδαίναθου. Ο Οδαίναθος δολοφονήθηκε κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες μαζί με τον γιο και διάδοχο του, για να επιτρέψει στους ιστορικούς του μέλλοντος να αναμιγνύουν με σαφείς υπαινιγμούς το όνομα της φιλόδοξης συζύγου του σ’ αυτό τον αιφνίδιο θάνατό. Θέλοντας να γίνει βασίλισσα όλης της Ανατολής, η Ζηνοβία, που πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι η σωτηρία της Παλμύρας δεν εξαρτιόταν από την υποτέλεια αλλά από το παιχνίδι ισορροπίας ανάμεσα στους Ρωμαίους και στους Πέρσες, πήρε την εξουσία στα χέρια της, συμμάχησε αρχικά με τους Ρωμαίους εναντίον των Περσών, κατέκτησε πολύ σύντομα, με τον πιστό παλμυρινό στρατό της,  ολόκληρη τη Συρία και την Παλαιστίνη, εξεστράτευσε και κατέλαβε την Αίγυπτο ―για να στερήσει τη Ρώμη από τον «αυτοκρατορικό σιτοβολώνα»―, έφτασε με τα στρατεύματά της στη Μικρά Ασία, τη Βιθυνία και τη Χαλκηδόνα. 


Τον ίδιο καιρό, μετέτρεψε την όαση των καραβανιών Παλμύρα σε μια λαμπρή πολιτεία, με μεγαλόπρεπους δρόμους, μεγάλες αγορές, στοές με διώροφες κιονοστοιχίες, ναούς και ιερά, θέατρα όπου δίνονταν οι λαμπρότερες παραστάσεις, πολυτελή λουτρά, επαύλεις και παλάτια, αποθήκες εμπορευμάτων, στάβλους και χάνια για τους ταξιδιώτες και εμπορευόμενους, τους οποίους φυσικά φορολογούσε… Σ’ αυτήν την πόλη φιλοξένησε ο έμπορος Μελής Αγρίππας τον αυτοκράτορα Αδριανό «μέσα σε μια εκθαμβωτική και βάρβαρη χλιδή», προσφέροντάς του «κυνηγετικές γιορτές μέσα στην έρημο», με θύματα λιοντάρια, όπως γράφει ηΜ. Γιουρσενάρ.


Με οργανωμένο τον στρατό της, από τοξότες, βεδουίνους «καμηλάτες», αλλά και με εξοπλισμένο τρομερό ιππικό, που έθετε υπό την προστασία του τα καραβάνια που περνούσαν τον Ευφράτη, ή τον Τίγρη, ή έφταναν εδώ από τη Δαμασκό ή από τη Βαβυλώνα για να βρουν κατάλυμα και ανεφοδιασμό. Χάρη στην αφθονία του νερού, τη φύλαξη των πηγαδιών της που εξασφάλιζε, και στην ασφάλεια που πρόσφερε με τις νυχτερινές της φρουρές, κατόρθωσε, εισπράττοντας πολύτιμους δασμούς, να γεμίζει τα θησαυροφυλάκιά της με χρυσάφι και να μετατρέπει τη φοινικούπολη στον έναν από τους δύο κόμβους του παγκοσμίου εμπορίου της εποχής, μαζί με την Αλεξάνδρεια, καθώς είχε τον έλεγχο στους δρόμους από και προς τη Ρώμη, τη Μικρά Ασία, την Αντιόχεια, τα παράλια της Ινδίας, την κεντρική Ασία, την Κίνα, την Αίγυπτο, την Αραβία. Τα καράβια, που σύντομα απέκτησαν οι παλμυρινοί, διέσχιζαν τον Ινδικό ωκεανό. 


Η Παλμύρα ζούσε μέσα στη μέθη της νίκης, τις διασκεδάσεις και την πολυτέλεια. Πολύτιμα ποικιλμένα βαμβακερά, μάλλινα και μεταξωτά υφάσματα, εξαιρετικά προϊόντα της τέχνης των Κοπτών της Αιγύπτου, που βρέθηκαν μέσα στα ταφικά της μνημεία, μαρτυρούν όχι μόνο τη μεγάλη δεξιοτεχνία και πείρα των τεχνιτών της υφαντικής αλλά και το υψηλό επίπεδο διαβίωσης των Παλμυρινών. Περίφημη υπήρξε και η παλμυρινή αργυροχρυσοχοϊα, όπως μαρτυρούν ευρήματα της τέχνης αυτής ―κοσμήματα, σφραγίδες, νομίσματα―, που απεικονίζονται και στα εξαίρετα γλυπτά της Παλμύρας.
Η βασίλισσα δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό. Στην πόλη της έπρεπε να συγχωνεύονται όλα τα θρησκευτικά ρεύματα της εποχής. Δεν φοβήθηκε τις ξένες πνευματικές αξίες και δεν παρέλειψε να καλέσει στην αυλή της ποιητές, ρήτορες, συγγραφείς, αρχιτέκτονες, παιδαγωγούς και φιλοσόφους, καλλιτέχνες και μουσικούς, δασκάλους από τη Μικρά Ασία ή τον νότο της Συρίας, που δίδασκαν ελληνικά, παλμυρικά, αραμαϊκά, λατινικά, ιστορία και αριθμητική. 


Όταν αποφάσισε να ανασυστήσει ένα μεγάλο μεσοποταμιακό κράτος, στο απόγειο της ισχύος της, ανακήρυξε τον εαυτό της Αυγούστα και Αύγουστο τον μονάκριβο γιο της Ουαχμπαλάτ (Wahballath), δέχτηκε πρεσβείες - φόρου υποτελείς στον νέο επικυρίαρχο της Ασίας, και έκοψε νομίσματα με δαφνοστεφανωμένο το πρόσωπό της και το πρόσωπο του γιου της, στεφανωμένου ως Ρωμαίου στρατηγού, προκάλεσε την κοσμοκράτειρα Ρώμη, της οποίας οι συγκλητικοί απαιτούσαν την άμεση και παραδειγματική τιμωρία της αυθάδειας που καταδίκαζε τη Ρώμη σε λιμοκτονία. Οι σιδερόφρακτες λεγεώνες έφτασαν στην παλμυρινή έρημο για να αποτρέψουν την κατάρρευση των τμημάτων της αυτοκρατορίας έξω από τα σύνορα της Μικρασίας, και η Παλμύρα είδε τους συμμάχους της, Πάρθους, Άραβες, Σαρακηνούς και Αρμένιους να την εγκαταλείπουν.

Πολιορκημένη, το καλοκαίρι του 272, από τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Αυρηλιανού, που φοβήθηκε την αυξανόμενη δύναμή της, την απώλεια των εδαφών του και την αμφισβήτηση της αυτοκρατορικής του υπεροχής, η Ζηνοβία αρνείται να παραδώσει τη λαμπρή της πολιτεία, την οχυρώνει βιαστικά μ’ ένα τείχος, συλλαμβάνεται όμως από ρωμαϊκό απόσπασμα. 

Η Παλμύρα παραδίδεται στους Ρωμαίους του Αυρηλιανού, που, για να θέσουν τέλος στην παλμυρινή επεκτατική πολιτική, την καταστρέφουν με μεγάλη βαρβαρότητα ολοκληρωτικά, αφανίζουν κάθε άγαλμα και απεικόνιση της φιλόδοξης βασίλισσάς της, ληστεύουν όλους τους θησαυρούς των ναών και των μεγάρων της, και εξοντώνουν όλους τους πιθανούς μελλοντικούς αρχηγούς της. Το παλάτι της Ζηνοβίας, με σημαντικές προσθήκες, μεταβάλλεται σε στρατόπεδο για το ρωμαϊκό στράτευμα. 


Οι πληροφορίες για το τέλος της περήφανης παλμυρινής βασίλισσας δεν συμπίπτουν. Ιστορικοί σημειώνουν πως ο Αυρηλιανός την έσυρε, αυτήν, την «πλουσιότερη βασίλισσα του κόσμου», στολισμένη με όλα τα πολύτιμα κοσμήματά της, πίσω από το άρμα του στον θρίαμβό του στη Ρώμη, ανάμεσα σε αναρίθμητους αιχμαλώτους, μονομάχους, τίγρεις και λιοντάρια και όλη την πανίδα των κατακτημένων παράδεισων της Ανατολής. Κάποιοι σημειώνουν πως τέλειωσε τη ζωή της σε μια βίλα στο Τίβολι, ως πειθήνια σύζυγος ενός Ρωμαίου συγκλητικού. Κάποιοι θέλουν να αυτοκτόνησε μετά την ταπεινωτική μεταφορά της στη Ρώμη.



Το κείμενο αυτό προέρχεται από το βιβλίο της Βάνας Χαραλαμπίδου Τόποι του μύθου και της ιστορίας (Μεταίχμιο) και δημοσιεύεται με αφορμή την κατάληψη της Παλμύρας από τους τζιχαντιστές του ISIS.
Πρώτη Δημοσίευση Εντευκτήριο