Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015


‘’Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά’’ 
του Λεονάρντο Παδούρα
Εκδόσεις Καστανιώτη

Γράφει και επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

‘’Έξοχο αληθιστόρημα, με φανερά ποιοτικά χαρακτηριστικά, προσφερόμενο για ατελείωτες, γενικές αλλά κι εστιασμένες πολιτικές σκέψεις κι αναζητήσεις, ένα πρώτης τάξεως βραδύκαυστο φιτίλι για καλές συζητήσεις, χρήσιμες ίσως, έντονες και πολύ επίκαιρες σίγουρα..’’.

Αυτή ήταν η ακατέργαστη, πρώτη εντύπωσή μου από το διάβασμα του συγκεκριμένου βιβλίου, που με συνεπήρε και μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον παρά τον όγκο του κι ένα θέμα, που δεν μπαίνει σε καλούπια, το οποίο επέλεξα να διαβάσω με ρέγουλα, αφιερώνοντάς του πολλές μέρες….ΑΝ και δεν είναι ασφαλείς όλες οι πληροφορίες, όσα διαβάζει κάποιος και τα αντικρουόμενα ακόμα, είναι γεγονός πως όλα αυτά γίνονται σημαντικές πηγές κριτικής γνώσης και αιτίες αφύπνισης.

Αυτή είναι περίπου η έναρξη της κριτικής προσέγγισης της αναγνωρισμένης κριτικού λογοτεχνίας και δραστήριας συντονίστριας της Λέσχης Ανάγνωσης Ντεγκά, Βιβής Γεωργαντοπούλου-που έχω την χαρά και την τιμή να έχω φίλη μου- για το μνημειώδες μυθιστόρημα του Λεονάρντο Παδούρα ‘’Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά’’. Ήταν μια από τις βασικές πηγές που στηρίχθηκα, για ν’ αναπτύξω την δική μου προσέγγιση, που ξεκινά αμέσως παρακάτω.

Πολλά χρόνια μετά την έκδοση του σπουδαίου μυθιστορήματος του Ισπανού Χόρχε Σεμπρούν Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ (στη Γαλλία εκδόθηκε το 1969 και στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1983 από το Θεμέλιο, μεταφρασμένο από τον Άρη Αλεξάνδρου), ένας άλλος ισπανόφωνος συγγραφέας, ο Κουβανός Λεονάρδο Παδούρα, γνωστός για τα αστυνομικά του βιβλία, επιχειρεί να μιλήσει για την αποτρόπαια δολοφονία του Τρότσκι από τις μυστικές υπηρεσίες του Στάλιν με τον δικό του τρόπο.

 Εμβληματικό και ογκώδες το μυθιστόρημα του Λεονάρντο Παδούρα ξεκινά με αφετηρία ένα ιστορικό γεγονός, τη δολοφονία του Λέων Τρότσκι, στις 20 Αυγούστου 1940, από τον Ραμόν Μερκαντέρ , για να μας μιλήσει ουσιαστικά για τις ήττες και νίκες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος τον 20ο αιώνα. ‘’Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά’’ καταδύεται στις κατακόμβες μιας ιστορίας,- που μοιάζει περισσότερο με θεία τιμωρία παρά με έργο ανθρώπων μεθυσμένων από την εξουσία, τη λαχτάρα για έλεγχο και τη φιλοδοξία για ιστορική υπέρβαση-,
με απώτερο σκοπό να μας μιλήσει για όνειρα που χάθηκαν, επαναστάσεις που κατέληξαν νοσηρά κατασκευάσματα άρρωστων εγκεφάλων, εκκαθαρίσεις, προγραφές, σπασμένες ζωές και ματαιωμένες ελπίδες.

Πρόκειται για ένα συναρπαστικό καλογραμμένο ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα, ένα- εκπληκτικής πυκνότητας ιδεών, νοημάτων και ξεχωριστής λογοτεχνικής υφής,- έργο που στροβιλίζεται γύρω από τη μεγάλη Ουτοπία του 20ου αιώνα, το όνειρο για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο που αποδείχτηκε τελικά πως ήταν φοβερός εφιάλτης για όσους το έζησαν.




Ο Λεονάρντο Παδούρα, χωρίς αντιλογία, είναι ένας μεγάλος συγγραφέας που δίκαια κέρδισε μ’ αυτό του το έργο , το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κούβας το 2011. Επίσης πριν από λίγες μόλις μέρες , παρέλαβε  το φετινό λογοτεχνικό βραβείο «Πριγκίπισσα των Αστουριών» όπως έχει μετονομαστεί πλέον αυτή η σημαντικότατη διάκριση (Premio Princesa de Asturias de las Letras) που ξεπερνά τα όρια του ισπανόφωνου κόσμου.
Ο κουβανός συγγραφέας, -που έγινε ευρύτερα γνωστός για την σειρά των αστυνομικών μυθιστορημάτων του με πρωταγωνιστή τον Μάριο Κόντε,-που λέγεται πως είναι το άλτερ έγκο του-, τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του.

Σε ανακοίνωσή της από το Οβιέδο της Ισπανίας, η κριτική επιτροπή εξυμνεί τον κουβανό (και πολιτογραφημένο ισπανό) συγγραφέα αναφορικά με «το ενδιαφέρον του για τις φωνές των ανθρώπων και τις χαμένες ιστορίες των άλλων» ενώ χαρακτηρίζει το έργο του «μια σπουδαία περιπέτεια διαλόγου και ελευθερίας».

O Λεονάρδο Παδούρα γεννήθηκε το 1955 στην Αβάνα. Έχει εργαστεί ως σεναριογράφος, δημοσιογράφος και κριτικός. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια.

Εκείνη όμως που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό είναι η αστυνομική τετραλογία του «Οι τέσσερις εποχές» (Ένα άψογο παρελθόνΆνεμοι της ΣαρακοστήςΜάσκεςΦθινοπωρινό τοπίο), με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό Μάριο Κόντε, στην οποία ήρθαν αργότερα να προστεθούν άλλα δύο βιβλία με τον ίδιο ήρωα, το Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη και το Αντιός Χέμινγουεϊ.

Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ έχει βραβευτεί στην Κούβα, την Ισπανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Δομινικανή Δημοκρατία και την Αυστρία. Ανάμεσα στα βραβεία του, το Βραβείο Χάμετ για το καλύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα (1997, 1998 και 2006) και το Καφέ Χιχόν (1995).

Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα Αντιός, Χέμινγουεϊ (2007), Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη (2009), Μάσκες (2010) , ο Άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά (2011) όπως και το τελευταίο του βιβλίοΑιρετικοί (2015) όλα μεταφρασμένα άριστα από τον Κώστα Αθανασίου.

Το βιβλίο είναι παράλληλα ιστορικό, βιογραφικό, δοκίμιο και μυθιστόρημα χωρίς καμία από τις παραπάνω ιδιότητες να υπερκαλύπτει την άλλη και απαιτεί προσήλωση από τον αναγνώστη ο οποίος καλείται να προχωρήσει σε πολυεπίπεδο διάβασμα, προτάσσοντας ολόκληρο το κείμενο ως επιχειρηματολογία.

Ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν είχε ποτέ σχέση με τις εκφάνσεις του τροτσκισμού και όλη η ιδέα για το βιβλίο του γεννήθηκε μετά από μια επίσκεψη στο Κογιοακάν, το τελευταίο καταφύγιο του Τρότσκι στο Μεξικό. Μετά την επιστροφή του ξεκίνησε την έρευνα γύρω από το θέμα και μετά από εμβριθή ιστορική μελέτη έγραψε το μυθιστόρημα.

Βασισμένος στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα, ο Λεονάρδο Παδούρα χτίζει το πολύπλευρο έργο του, στο οποίο πλέκονται τρεις ιστορίες παράλληλα- τρεις αφηγηματικές φωνές στην ουσία -οι οποίες εστιάζουν σ’ ένα γεγονός: Στη δολοφονία του Τρότσκι, στις 20 Αυγούστου 1940, από τον Ραμόν Μερκαντέρ. Το τρίπτυχο αυτών των αφηγήσεων, αντισταλινικό  ως τα μύχια του, πρωτοεπίπεδα μοιάζει να στρέφεται κυρίως γύρω από το κομμάτι της πολύχρονης εξορίας και  της δολοφονίας του Λεφ Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊντου Τρότσκι-μιας  ιστορικής προσωπικότητας αναντίρρητα μεγάλου βεληνεκούς-.

Οι τρεις κύριοι πρωταγωνιστές είναι: ο ίδιος ο Τρότσκι, από τη στιγμή που εξορίζεται μέχρι που δολοφονείται στο Κογιοακάν του Μεξικού,  ο Ισπανός επαναστάτης Ραμόν Μερκαντέρ, που εκπαιδεύτηκε από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες με σκοπό να τον δολοφονήσει και ο Κουβανός Ιβάν, -που με αφορμή την συνάντηση του με τον μυστηριώδη Λόπες που βγάζει βόλτα τα σκυλιά του, σε μια παραλία της Αβάνας και του οποίου οι λεπτομερείς διηγήσεις του στον Ιβάν για τη δολοφονία του Τρότσκι, κοντά σαράντα χρόνια από τότε που διεπράχθη το έγκλημα ,οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος πρέπει να υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων- . ΟΙβάν λοιπόν, θα μπει στον κόπο να μας πει για την ζωή του και να μας εξηγήσει πως κατέληξε να τα γράψει όλα αυτά,
θα γίνει δηλαδή ο θεματοφύλακας αυτής της μυστικής  κι «επικίνδυνης» ιστορίας.

Ο συγγραφέας μας ταξιδεύει πολλές δεκαετίες πίσω, ακολουθώντας με ιστορική ακρίβεια σχεδόν όλες τις δύσκολες μάχες που έδωσε ο Λιεφ Τρότσκι, από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και σε όλη την δεκαετία του ’30, απέναντι στο σταλινισμό και τους μηχανισμούς που είχε στήσει ο στυγερός Ιωσήφ Στάλιν εντός και εκτός Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και απέναντι στην άνοδο του τέρατος του φασισμού. Παρακολουθούμε όλες τις μάχες του Τρότσκι για την επιβίωση, τόσο για την δική του όσο της οικογενείας και των συγγενών του.



 Μια από τις συμπαθέστερες ιστορικές μορφές διανοούμενου - επαναστάτη ηγέτη αποτελεί το δίχως άλλο ο Λέον Τρότσκι. Μια ξεχωριστή, ευγενική φυσιογνωμία της Σοβιετικής Επανάστασης, που ήρθε σε ρήξη με την πολιτική του Ιωσήφ Στάλιν, πράγμα εξαιρετικά παράτολμο. Η προσωπική και πολιτική περιπέτεια εξόντωσής του αρχίζει ουσιαστικά από τον Ιανουάριο του 1928, όταν εξορίζεται στις εσχατιές της ασιατικής Ρωσίας, στη Σιβηρία, ( Καζακστάν),  στην Άλμα Aτα, έχοντας συντροφιά τη σύζυγο του Ναταλία Σεντόβα και τη σκυλίτσα του, τη Μάγια για να εκδιωχθεί οριστικά από τη Σοβιετική Ένωση τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς.

 Η διαφωνία με το καθεστώς και τους εκφραστές του, όπως είναι γνωστό, δεν συνιστούσε φρόνιμη ιδέα. Ώσπου να καταλήξει στο Μεξικό, στις 9 Ιανουαρίου 1937,τον τελευταίο σταθμό της εξορίας του άλλοτε παντοδύναμου ιδρυτή του Κόκκινου Στρατού, ο Τρότσκι περιπλανήθηκε στην Τουρκία, τη Γαλλία και τη Νορβηγία. Η αντιπαράθεσή του με τον Στάλιν είχε ως συνέπεια να απολέσει όλα του τα αξιώματα, μέσα στο κόμμα των Μπολσεβίκων, και τώρα να κινδυνεύει να απολέσει και την ίδια του τη ζωή. Η γοητεία που ασκούσε ο Τρότσκι σε μερίδα Ευρωπαίων και Αμερικανών κομμουνιστών καθώς και το υπό συγγραφή βιβλίο του στο οποίο θα αποκάλυπτε πολλές σκοτεινές πτυχές σχετικά με την αναρρίχηση του Στάλιν στην εξουσία, τον είχαν θέσει στο στόχαστρο του ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης.  

Ενώ ήταν στο Μεξικό, καταδικάστηκε ερήμην για προδοσία στις περίφημες Δίκες της Μόσχας, που διήρκεσαν από το 1936 έως το 1938, κατηγορία που αποδείχτηκε ολωσδιόλου ψευδής . Δολοφονήθηκε τον Αύγουστο του ’40 στο Μεξικό .

Η δεύτερη από τις παράλληλες ιστορίες, μας εισάγει στον κόσμο του δολοφόνου του Τρότσκι, Ραμόν Μερκαντέρ, ενός Ισπανού επαναστάτη που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στο να γίνει εκείνος που θα έμενε στην Ιστορία ως ο άνθρωπος που θα απάλλασσε τον κόσμο από τον μέγα κίνδυνο, τον προδότη που εποφθαλμιούσε την εξουσία , είχε σκοπό να εξοστρακίσει τον Στάλιν και άκουγε στο όνομα Λέον Τρότσκι. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε τη ζωή του Ραμόν από τα παιδικά του δύσκολα χρόνια , τη σχέση του με μια μητέρα, που δεν έχει καμία σχέση με τον ορισμό της  αληθινής μάνας. Η Καριδάδ, μια αδίστακτη, μοιραία γυναίκα, μια φανατική, στυγνή κομμουνίστρια αριστοκρατικής καταγωγής η οποία είχε επιστρέψει στην Ισπανία από την Κούβα, αδιαφορεί ξεκάθαρα και αρνείται να  προσφέρει στο Ραμόν και τ’ αδέρφια του στοργή, ασφάλεια και αγάπη, αξίες τις οποίες έχει πραγματική ανάγκη ένα παιδί και που η απουσία τους καθορίζει το μέλλον του.

 Στον αντίποδα ένας αδιάφορος, κουρασμένος, ευνουχισμένος πατέρας απλά συντηρεί το μύθο της οικογένειας φροντίζοντας απλά και μόνο το οικονομικό μέρος.

 Ο νεαρός Ραμόν αποπροσανατολίζεται στη συνέχεια από έναν απελπισμένο έρωτα με την
 σκληροπυρηνική επαναστάτρια Άφρικα, που αποτελεί ένα αντίγραφο της μητέρας του. Αυτό του το πάθος σε συνδυασμό με την πίεση και την προπαγάνδα που του εξασκεί η ίδια του η μάνα, τον ωθούν στο να απαρνηθεί τον εαυτό του και να μετατραπεί μέσω της σκληρής εκπαίδευσης των μυστικών υπηρεσιών της Σοβιετικής Ένωσης σε εκδικητική μηχανή θανάτου, με καταστροφικά αποτελέσματα, αφού στο τέλος διαλύεται ως προσωπικότητα .

Με αμείωτο ενδιαφέρον και ανάμεικτα συναισθήματα που μας γεννά ένας από τους ελκυστικούς και συνάμα πιο μισητούς ανθρώπινους χαρακτήρες που αλλάζει  προσωπεία, προκειμένου να υποστηρίξει και να καλύψει την πραγματική του αποστολή, παρακολουθούμε την  πορεία του Ραμόν Μερκαντέρ-
ή του Βέλγου δημοσιογράφου Ζακ Μπονάρ, ή του εμφανίσιμου Καναδού επιχειρηματία Φράνκ Τζάκσον,- ενός νέου κομμουνιστή, παθιασμένου μαχητή του ισπανικού εμφύλιου, που στρατολογείται ως στρατιώτης 13 του σοβιετικού ιδεώδους, ως πράκτορας στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες και εκπαιδεύεται (είναι συγκλονιστικές οι σκληρότατες σκηνές αυτής της εκπαίδευσης, που δυστυχώς είναι πέρα για πέρα αληθινές), για να διαπράξει το πιο βδελυρό και αποκρουστικό έγκλημα, να δολοφονήσει τον «μεγάλο (κατά το Στάλιν) εχθρό», Λέων Τρότσκι.

Για όλη αυτή την αθλιότητα, ο ίδιος ο Μερκαντέρ είχε πειστεί πως έπραττε το σωστό, «για τον κομμουνισμό και τους εργάτες όπου γης». Κάτι που είχε πετύχει η σταλινική προπαγάνδα στη Σοβιετική Ένωση και σε όσα «κομμουνιστικά κόμματα» επηρέαζε παγκοσμίως, ότι δηλαδή ο Τρότσκι ήταν ο προδότης του σοσιαλισμού, όπως και όλοι όσοι απανταχού τολμούσαν ν’ ασκήσουν κριτική στο Στάλιν. Ούτε λίγο ούτε πολύ, καταλόγιζαν στον Τρότσκι το ρόλο του «πουλημένου στους φασίστες που έπρεπε να εξοντωθεί».
Η αλήθεια είναι ότι τον φοβόταν, επειδή ακριβώς ήταν ο μόνος ικανός και είχε όλα τα εχέγγυα για να κάνει το όραμα πράξη.
 Το μυθιστόρημα δεν κάνει μια απλή ιστορική αναφορά, ούτε αρέσκεται σε τυποποιημένα ιστορικά γεγονότα. Αντιθέτως, ο Παδούρα κάνει μια βαθιά ψυχογραφική ανάλυση των πρωταγωνιστών , μπαίνοντας κυριολεκτικά στο πετσί τους. Το κείμενο , δουλεμένο με τσαγανό, διαθέτει εκπληκτική γλώσσα, ροή, ευπρέπεια, αξιοσημείωτες τεχνικές αρετές, είναι αρμονικότατο ως προς την ανάπτυξη και χωρισμένο ευφυώς σε τρεις ισοβαρείς ιστορίες, που μπαίνουν η μια στην άλλη ωραία, εναγκαλίζονται στοργικά και μαζί σπαρακτικά- σε καμία  περίπτωση- μελοδραματικά και διαβάζονται ως μία.

Ο «άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» είναι ένα βιβλίο απ” το οποίο ξεπηδούν όλα τα κομβικά ιστορικά και πολιτικά σημεία που του εργατικού κινήματος. Όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται με ιστορικό φόντο την ισπανική επανάσταση, τις δίκες της Μόσχας, την άνοδο των Ναζί, το Β” παγκόσμιο πόλεμο, τον Τσε, την Κούβα του Κάστρο, την επανάσταση στην Ουγγαρία, το Γαλλικό Μάη, την άνοιξη της Πράγας. Η μαστοριά της πένας τού Παδούρα μαγεύει, η εντυπωσιακή ροή του λόγου και τα γεγονότα που γεννούν προσμονή για το λυτρωτικό τέλος, δημιουργούν ένα πραγματικά έξοχο βιβλίο.

Δεν είναι ένα συνηθισμένο, ιστορικό ή αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν είναι καν μια πολιτική μυθοπλασία. Είναι μια ωδή σε ένα χαμένο πολιτικό και κοινωνικό όραμα που σκόρπισε ελπίδες για έναν κόσμο καλύτερο, αλλά η κατάληξη απογοήτευσε και γέμισε ηττοπάθεια τα κινήματα και την αριστερά παγκοσμίως.

 Το θέμα του μυθιστορήματος είναι τέτοιο, υποστηριζόμενο μάλιστα από ένα πυκνότατο κείμενο-καταιγισμό λέξεων (700 περίπου σελίδες), και είναι γεγονός ότι αυτές
οι σελίδες στις οποίες περιγράφεται η ανθρώπινη πλευρά του Τρότσκι είναι συνταρακτικές καθώς ο Παδούρα δεν του δίνει άφεση αμαρτιών, αλλά βάζει έντονα την πινελιά της αυτοκριτικής, που συνεχώς φέρεται ο Τρότσκι να κάνει στις μέρες της περιπλάνησης του από τόπο σε τόπο εξορίας.

Όπως για το πώς π.χ. έχει συμπαρασύρει την οικογένειά του σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή και σε όλο αυτό που έχει αποφασίσει μια αναίτια τιμωρός μοίρα γι αυτόν, πώς τον τσακίζουν ένας ένας οι θάνατοι των λατρεμένων του παιδιών ουσιαστικά εξαιτίας του, το αν και πρόσκαιρο, κατανοητό πάντως άρρωστο πάθος για την Φρίντα Κάλο, η απόγνωσή του, οι αμφιβολίες, οι ενοχές για τις πρακτικές που έχει ο ίδιος καθιερώσει ως πρώην πανίσχυρος ηγέτης, η Κροστάνδη που τον στοιχειώνει, το αίμα που έχει αφήσει και προτρέψει να χυθεί για την επικράτηση της Επανάστασης, η περηφάνια του που τον θόλωσε και δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων μετά τον θάνατο του Λένιν και άλλα πολλά… 



Ξεφυλλίζοντας σελίδα τη σελίδα, μαθαίνουμε ποιος ήταν ο Τρότσκι, τους λόγους της πολιτικής του πτώσης, των διώξεων που υπέστη και του θανάτου που του επέβαλαν, πώς είχε οργανωθεί η εκτέλεση του επαναστάτη και ποιος είχε υλοποιήσει εκείνη την τελική διαταγή, πόσο ακραία είχε γίνει η σκληρότητα των μπολσεβίκων στα χέρια του ίδιου του Τρότσκι τις μέρες της μέγιστης εξουσίας του, για τα κατοπινά εγκλήματα και τις σφαγές του Στάλιν, καθώς και όλη αυτή η βαρβαρότητα, που καλυπτόταν πίσω από τις δικαιολογίες περί αγώνα για έναν κόσμο καλύτερο.

Η φωνή του εξόριστου Τρότσκι που έστω από μακριά πολεμά ακόμα για τη μεγάλη επανάσταση-έχει εισπράξει μάλιστα και προκαταβολές από Ευρωπαϊκούς εκδοτικούς οίκους προκειμένου να καταγράψει τα απομνημονεύματά του-οι συναντήσεις του με τον Μπρετόν, τη Φρίντα Κάλο και τον Ντιέγκο Ριβέρα, οι τύψεις του για τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε και τον στήριξε μέχρι τέλους , έστω κιΑΝ την πρόδωσε, τη δεύτερη σύζυγο του, τη Ναταλία, μας ταξιδεύουν σε μια εποχή ίντριγκας, δημιουργικότητας και μεγάλων οραματισμών.

Λεπτές οι ισορροπίες λοιπόν, ανάμεσα στην πολιτική ιδιοφυία, τα τσακισμένα νεύρα, την ψυχολογία και την ακλόνητη περηφάνια του διωκόμενου Τρότσκι…

Σε τρίτο αφηγηματικό επίπεδο παρακολουθούμε μια ιστορία με κεντρικό ήρωα τον Ιβάν, έναν Κουβανό συγγραφέα που προσπαθεί να επιβιώσει στην Κούβα του εμπάργκο (είναι ο ήρωας με τον οποίο ταυτίζεται ο Παδούρα) και γίνεται ο αφηγητής της ιστορίας, σε πρώτο πρόσωπο. Το Μάρτιο του 1977, εποχή κρίσης για την κουβανική οικονομία, ο Ιβάν θα γνωρίσει σε μια παραλία έξω από την Αβάνα έναν παράξενο τύπο με δυο σκυλιά Μπορζόι που θα του συστηθεί ως Λόπεζ και ο οποίος από την στιγμή που γνωρίζονται βγάζοντας βόλτα τα σκυλιά , αρχίζει να του διηγείται την εκπληκτική ιστορία, η οποία λειτουργεί σαν το βελονάκι που μπαινοβγαίνει στο πλεκτό και ενώνει κομμάτια.

Ο Ιβάν ,ως Κουβανός πολίτης στις δύσκολες για το νησί  δεκαετίες του ΄70 και ΄80 αλλά και ΄90 βιώνει παράλληλα με την προσωπική του ζωή, που δεν είναι ρόδινη, την κατάβασή του- εξαιτίας της γνωριμίας με τον γέρο πια  Ραμόν- σε ένα ελάχιστα γνωστό και οικείο παρελθόν, που αυτό έχει όμως διαμορφώσει ήδη την καθημερινότητά του κι ευθύνεται σε τρομερό βαθμό για το τέλμα της, όχι επειδή οι θεωρίες (του Μαρξ και του Ένγκελς αλλά και του Λένιν) δεν ήταν καλές, αλλά επειδή οι διαστρεβλωμένες εφαρμογές τους από δόλιους και μικρούς ανθρώπους (σαν τον Στάλιν) καθώς και η ύστατη δειλία ή ανημποριά άλλων (σαν τον Μπουχάριν και τον Κάμενεφ κ.ά )να παλέψουν ως το τέλος σθεναρότερα κατά της σταλινικής διαστρέβλωσης, κυριολεκτικά  τις τσάκισαν και τις έθαψαν για όλη την ανθρωπότητα.

Πώς εμπλέκεται όμως η Κούβα στο δίδυμο Τρότσκι - Μερκαντέρ; Είναι απλό: μετά τη δολοφονία του Τρότσκι και τη φυλάκιση του Μερκαντέρ την αποφυλάκισή του και τη φυγή του στη Μόσχα, όπου του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ήρωα της Σοβιετικής
΄
Ένωσης, ο δολοφόνος πήγε να ζήσει στην Κούβα, όπου είχε γεννηθεί η μητέρα του. Το κλίμα ήταν φιλικό γι’ αυτόν και το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο του παρείχε όλα τα μέσα για να ζήσει εν ειρήνη.
Πέθανε στην Αβάνα το 1978, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.



Για τον Παδούρα, ο οποίος ως το 1989, έτος της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου και κατάρρευσης των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», είχε απόλυτη άγνοια, όπως και κάθε Κουβανός, για τις περιπέτειες και τις ιδέες του Τρότσκι – άρα δεν μπορούσε να είναι τροτσκιστής – ήταν μια ευκαιρία να αναφερθεί εξαντλητικά στη ζωή του. Επινόησε λοιπόν έναν κουβανό συγγραφέα, τον Ιβάν Κάρδενας Ματουρέλ, και μέσω αυτού αφηγήθηκε την ιστορία.

Τον Μάρτιο του 1977, εποχή κρίσης για την κουβανική οικονομία καθώς ο στόχος για παραγωγή 10 εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης – το κυριότερο εξαγωγικό ΠΡΟΪΌΝ της χώρας – δεν καλύφθηκε, ο Ιβάν, παλεύοντας να βγάλει τα προς το ζην, περιπλανιέται σε μια παραλία έξω από την Αβάνα και διαβάζει ένα βιβλίο του Ρέιμοντ Τσάντλερ που περιέχει το διήγημα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά»…

Είναι γεγονός ότι ο Λεονάρδο Παδούρα, αναζητούσε έναν ισορροπημένο τρόπο να περάσει στη «σκοτεινή πλευρά» της κουβανέζικης ιστορίας και κοινωνίας (να γράψει για τα προβλήματα που έβλεπε γύρω του, τη διαφθορά, τη φτώχεια, την υποκρισία, την καταπίεση, την ιδεολογική αποσάθρωση) και τον βρήκε στη δομή του αστυνομικού μυθιστορήματος που, ως γνωστόν, συνιστά την καλύτερη «πρόφαση».Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ‘’Βήμα’’ αλιεύουμε τα εξής: «Δεν θέλω να γράψω ιστορικά μυθιστορήματα. Ανατρέχω στην Ιστορία για να βρω στοιχεία που μπορούν να δώσουν εξηγήσεις σε ζητήματα του παρόντος. Η ιστορία της δολοφονίας του Τρότσκι και του δολοφόνου του Ραμόν Μερκαντέρ είναι ασφαλώς σημαντική, αλλά ήταν για μένα όχημα προκειμένου να εξηγήσω τη ζωή του ήρωα Ιβάν στην Κούβα, γιατί η ζωή στη σύγχρονη Κούβα είναι μια από τις συνέπειες αυτής της ιστορίας του 20ού αιώνα».
Τον συγγραφέα λοιπόν, δείχνει να τον απασχολεί η σκιά της Ιστορίας, η ασμίλευτη όψη της, η διάρρηξη της σιωπηλής συμφωνίας για απόκρυψη και συγκάλυψη.
Αλλά ας δούμε τα πραγματικά γεγονότα μέσα από την πένα του ιστορικού Νίκου Γιαννόπουλου:



Φθάνοντας στο Μεξικό , προσωρινά ο Τρότσκι φιλοξενήθηκε στο περίφημο  Μπλε Σπίτι του ζωγράφου Ριβέρα και της περίφημης καλλιτέχνιδας Φρίντα Κάλο. Μόλις πέντε εβδομάδες από την άφιξή του, ο Τρότσκι πληροφορήθηκε ότι ο μεγαλύτερος γιος του Λέων Σεντόφ, πέθανε ξαφνικά σε μια κλινική στο Παρίσι, συνέπεια επιπλοκών, ύστερα από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.  Σχεδόν ταυτόχρονα βρέθηκαν νεκροί και δυο παλαιοί γραμματείς του Τρότσκι, ο Ρούντολφ Κλέμεντ στο Παρίσι και ο ΄Ερβιν Βολφ στη Βαρκελώνη. Σχεδόν ταυτόχρονα, δολοφονήθηκαν και δυο παλαιοί γραμματείς του Τρότσκι, ο Ρούντολφ Κλέμεντ στο Παρίσι και ο ΄Ερβιν Βολφ στη Βαρκελώνη….

 Ο Τρότσκι κατάλαβε πλέον ότι ήταν ένας «νεκρός επ” αδεία», όπως έλεγε. Το σπίτι του Ριβέρα και της Κάλο, το οποίο ήταν κέντρο διερχομένων, δεν μπορούσε να προσφέρει την απαιτούμενη ασφάλεια στον εξόριστο ηγέτη. Τον Μάρτιο του 1939 ο Τρότσκι αγόρασε στο προάστιο Κογιοάκαν ένα σπίτι, το οποίο αμέσως μετέτρεψε σε απόρθητο φρούριο. Ένοπλοι φρουροί έλεγχαν την είσοδο και την έξοδο ενώ οι γύρω δρόμοι επιτηρούνταν από αστυνομικούς. Παρά ταύτα στις 24 Μαΐου μια πάνοπλη ομάδα υπό την καθοδήγηση του ζωγράφου Σιγκουέιρος, εξέχοντος μέλους του μεξικάνικου Κ.Κ, κατάφερε να εξουδετερώσει τους αστυνομικούς, να εισβάλει στο σπίτι και να «γαζώσει» με πολυβόλα τα παράθυρα των δωματίων. Ο Τρότσκι διασώθηκε, ενώ ο μικρός του εγγονός τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι.

 Εξαιτίας της επίθεσης  Αμερικανοί οπαδοί του Τρότσκι ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την ασφάλεια του σπιτιού του. Τοποθέτησαν θωρακισμένες πλάκες σε παράθυρα και πόρτες, συρματόπλεγμα σε όλους τους εξωτερικούς τοίχους, κατασκεύασαν μεγάλο ειδικό καταφύγιο και ειδικό ηλεκτρικό σύστημα αυτόματου συναγερμού. Παράλληλα ενίσχυσαν τη φρουρά με περισσότερους άνδρες και βαρύτερο οπλισμό. Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να κρατήσει μακριά τους πολιτικούς του αντιπάλους.

 Άλλωστε, ο ανώτατος διοικητής του «Ειδικού Τμήματος Τρότσκι» της NKVD, στρατηγός Λέονιντ ΄Αϊτινγκον, υπό τον μανδύα του εκπροσώπου του σοβιετικού Ερυθρού Σταυρού, κατοικούσε κατά διαστήματα σε μια βίλλα πολύ κοντά στο σπίτι του στόχου του! Ο Αϊτινγκον, συνέλαβε το σχέδιο να εισάγει έναν εκπαιδευμένο δολοφόνο μέσα στο περιβάλλον του Τρότσκι. Ήδη από το 1939 η Σύλβια Αγγέλοφ, οπαδός του Τρότσκι και αδελφή της τέως γραμματέως του εξόριστου ηγέτη γνώρισε, κατά το ταξίδι της από το Μεξικό στη Γαλλία, έναν εμφανίσιμο Καναδό επιχειρηματία ονόματι Φράνκ Τζάκσον. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για τον Ραμόν Μερκαντέρ, Ισπανό κομμουνιστή, βετεράνο του εμφυλίου πολέμου και γιο της Ισπανίδας πράκτορος της NKVD Καριντάντ ντελ Ρίο Χερνάντεζ.

Επρόκειτο για τον «εκλεκτό» υποψήφιο δολοφόνο του Τρότσκι που πίστευε , όπως όλοι οι τότε πιστοί στη Σοβιετική Eνωση κομμουνιστές, ότι ο Τρότσκι ήταν προδότης του σοσιαλισμού και της πατρίδας, «ένα σκουλήκι που έχει πουληθεί στους φασίστες». Ένα χρόνο μετά το ζευγάρι επέστρεψε στο Μεξικό. Ο Τζάκσον δεν βιάστηκε να πλησιάσει στο σπίτι του στόχου του. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των φρουρών δανείζοντας τους το πολυτελές αυτοκίνητό του και αναλαμβάνοντας με προθυμία οποιαδήποτε μικροεξυπηρέτηση. Μετά από κάποιο διάστημα μπορούσε να κυκλοφορεί άνετα μέσα στο σπίτι.



Στην αρχή περιοριζόταν να συναντά τον Τρότσκι στην αυλή και πάντα με την παρουσία τρίτων. Αργότερα τον παρακάλεσε να διορθώσει ένα σχέδιο πολιτικού άρθρου που επρόκειτο να γράψει Στις 17 Αυγούστου ο Τζάκσον έδειξε στον Τρότσκι το σχέδιο του άρθρου. Ο ανυποψίαστος Τρότσκι τον κάλεσε να πάνε στο γραφείο του, ήταν δε η πρώτη φορά που ο Τζάκσον βρέθηκε μόνος μαζί του. Του υπέδειξε αρκετές τροποποιήσεις, λέγοντας αργότερα στη σύζυγό ότι το σχέδιο ήταν πρόχειρο, συγκεχυμένο και χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον.

Η δολοφονία :Στις 20 Αυγούστου ο Τζάκσον επέστρεψε φέρνοντας και το άρθρο του. Φορούσε ένα αδιάβροχο σφιγμένο στο σώμα του, παρά τον καλό καιρό. Στην εύλογη απορία της Ναταλίας για την αμφίεση του δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι στο Μεξικό οι καιρικές συνθήκες είναι πάντα απρόβλεπτες. Στη συνέχεια της ζήτησε ένα ποτήρι νερό και αρνήθηκε το τσάι που του προσέφερε. Ο Τρότσκι προφανώς δεν είχε όρεξη να διαβάσει το δυσνόητο άρθρο του. Απρόθυμα ωστόσο τον κάλεσε στο γραφείο του. Κάθισε στο γραφείο του και άρχισε την ανάγνωση.

Η ευκαιρία για τον Τζάκσον ήταν μοναδική. Άνοιξε το αδιάβροχό του, έβγαλε μια μικρή ορειβατική αξίνα και την κάρφωσε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του Τρότσκι. Ο τελευταίος όμως, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, αναπήδησε και άρπαξε τον δολοφόνο, βγάζοντας ταυτόχρονα κραυγές πόνου. Αμέσως οι γραμματείς και οι φρουροί έτρεξαν και άρχισαν να χτυπούν με λύσσα τον Τζάκσον. Θα τον σκότωναν σίγουρα ΑΝ ο μισολιπόθυμος Τρότσκι δεν τους φώναζε «Μην τον σκοτώνετε… Πρέπει να μιλήσει». Ο τραυματίας χειρουργήθηκε εσπευσμένα στον εγκέφαλο. Το τραύμα ωστόσο ήταν πολύ βαρύ. Παρά τις προσπάθειες των ιατρών απεβίωσε την επομένη το απόγευμα...

Σύμφωνα με τον Τζαίημς Κάννον, γενικό γραμματέα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος των ΗΠΑ και φίλου του Τρότσκι, τα τελευταία λόγια του Ρώσου ηγέτη ήταν: «Δεν θα επιβιώσω απ’ αυτή την επίθεση. Ο Στάλιν κατάφερε τελικά να ολοκληρώσει το έργο που αποπειράθηκε ανεπιτυχώς και πρωτύτερα». Φυσικά η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε κάθε ανάμιξη στη δολοφονία. Ο δολοφόνος, κατά την ανάκριση, ισχυρίστηκε ότι σκότωσε τον Τρότσκι με δική του πρωτοβουλία, καθώς τον θεωρούσε προδότη της σοσιαλιστικής ιδέας. Η δίκη του διεξήχθη τον Φεβρουάριο του 1943. Τότε η δημοφιλία του Στάλιν ήταν στο ζενίθ λόγω της συντριβής των Γερμανών στο Στάλινγκραντ. Το κλίμα αυτό γλύτωσε τον Μερκαντέρ από την κρεμάλα.



Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη. Κατά την παραμονή του στη φυλακή απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια. Πρόεδρος της επιτροπής φυλακών ήταν επί μακρό χρόνο η δρ. Εσθήρ Τσάπα. Η ίδια μάλιστα πρότεινε στον «υψηλό της προσκεκλημένο» την οργάνωση της απόδρασής του. Εκείνος όμως αρνήθηκε, καθώς πίστευε ότι ο Στάλιν θα του έκλεινε το στόμα. Όταν αποφυλακίστηκε, παρελήφθη αμέσως από Τσέχους πράκτορες. Οδηγήθηκε στην Κούβα και στη συνέχεια στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί τα ίχνη του χάθηκαν για αρκετά χρόνια. Τελικά εντοπίστηκε να ζει στα περίχωρα της Πράγας έχοντας μια σύνταξη από την ΕΣΣΔ και το μετάλλιο του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνεχεία εγκαταστάθηκε στο Βέλγιο όπου και απεβίωσε, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες.... 

Η αλήθεια είναι ότι - κάνοντας μια αναθεώρηση εκ βαθέων-,  συμπαθούμε και συμπονούμε και τους τρεις πρωταγωνιστές. Είναι τρεις άντρες που «αγαπάνε τα σκυλιά», θύματα τελικά της σταλινικής θηριωδίας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και φυσικά το μυθιστόρημα είναι μυθοπλασία, δεν είναι μόνο ιστορικά γεγονότα, ειδικά όσον αφορά την προσωπικότητα του Μερκαντέρ, που από Ισπανός κομμουνιστής μεταμορφώθηκε μέσα από νοσηρά ψυχολογικά πειράματα στον Βέλγο μποέμ Ζακ Μορνάρ, που για να προσεγγίσει τον Τρότσκι πούλησε «έρωτα» σε μια γραμματέα του και διατήρησε σχέση μαζί της μια διετία και δεν επανήλθε ποτέ στην παλιά του προσωπικότητα, δεν ξαναπήρε ποτέ το πραγματικό του όνομα και είκοσι χρόνια στις Μεξικάνικες φυλακές δεν έσπασε.

Μόνο που διαλύθηκε μετά όταν βίωσε τη ματαίωση της ελπίδας, όταν κατάλαβε πως ήταν ένα όργανο στα χέρια της σταλινικής μηχανής, πως η στυγερή πράξη του δεν άλλαξε τον κόσμο. Αλλά και τον Τρότσκι, που φυσικά δεν ήταν κανένα αγγελούδι, αλλά τόλμησε όμως να αντισταθεί στον Στάλιν την εποχή της παντοδυναμίας του. Από κοντά και ο νεαρός Κουβανέζος κτηνίατρος και συγγραφέας Ιβάν Κάρδενας Ματουρέλ, που το σταλινικό σύστημα τον συνέτριψε πνευματικά.

Ο Ραμόν Μερκαντέρ θα θυμόταν σε όλη του τη ζωή, εκείνο το τέλος του πρωινού και την αρχή του απογεύματος της 20ής Αυγούστου του 1940. Την ημέρα που σκότωσε, με το πιολέ, τον Τρότσκι. Το πιολέ, το αναρριχητικό εργαλείο, που άρεσε του Ραμόν, λόγω του συμβολισμού που περιέκλειε η χρήση του. Ήταν σκληρό, βίαιο, εκδικητικό: ένα θανατηφόρο αμάλγαμα του σφυριού και του δρεπανιού.

Ο Ραμόν Μερκαντέρ ήταν θύμα και δήμιος . Ήταν περισσότερο δήμιος παρά θύμα κι αυτό δεν τον άφηνε να ζήσει με γαλήνη. Είναι πολύ φριχτό να ζεις όλη σου τη ζωή σαν να είσαι άλλος, υποκρινόμενος πως είσαι άλλος, και να ξέρεις πως είναι καλύτερο να ζεις κρυμμένος πίσω από κάποιο ξένο όνομα, επειδή νιώθεις ντροπή για τον ίδιο σου τον εαυτό...

Για το τι είχε κάνει ο Ραμόν Μερκαντέρ, ο νεαρός Ιβάν ένιωθε αηδία, αλλά επιπλέον ένιωθε και συμπόνια γι’ αυτόν, για τον τρόπο που τον είχαν χρησιμοποιήσει, για την ντροπή που του προκαλούσε το να είναι αυτός που ήταν. Τον Ραμόν Μερκαντέρ τον είχαν σκοτώσει πολλές φορές. Του είχαν πάρει τα πάντα, το όνομα, το παρελθόν, τη βούληση, την αξιοπρέπειά του. Το ήξερε ότι ήταν ένας δολοφόνος και δεν άξιζε συμπόνια, αλλά δεν μπορούσε δυστυχώς να ξεφύγει από αυτήν!

Ο συγγραφέας δέχεται ότι το αληθινό μεγαλείο του ανθρώπου βρίσκεται στην άνευ όρων καλοσύνη, στην ικανότητα να δίνει σε αυτούς που δεν έχουν τίποτα, όχι όμως εκείνο που μας περισσεύει, αλλά ένα κομμάτι από τα λίγα που έχουμε.
Και με τους ανθρώπους τι γίνεται; αναρωτιέται ο συγγραφέας. Άραγε, σκέφτηκε ποτέ κανένας τους ανθρώπους; Μήπως ρώτησαν κανένα, τον Ιβάν, τον Ραμόν, ΑΝ συμφωνούσαν να αναβάλλουν όνειρα, ζωή και όλα τα υπόλοιπα μέχρι να σβήσουν τα όνειρα, η ζωή, μέσα στην ιστορική κόπωση και την Ουτοπία που έχει πια διαστραφεί;

Το βιβλίο, κάλλιστα, θα μπορούσε να διαβαστεί ως ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του Σταλινισμού – μια διαστροφή απίστευτης βαρβαρότητας της Οκτωβριανής Επανάστασης – όταν οι προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον διαψεύστηκαν οριστικά εμπρός στην εγκαθίδρυση μιας αυτοκρατορίας φόβου και ψεύδους. ‘’Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά’’ θα μπορούσε θαυμάσια να διαβαστεί και ως ένα κοινωνικό και ανθρωπολογικό δοκίμιο αξιώσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι τηβαναυσότητα του Στάλιν δεν την προκαλούσε μόνο η πολιτική ανάγκη ή η λαχτάρα του για την εξουσία: οφειλόταν επιπλέον και στο μίσος του για τους ανθρώπους, κι ακόμα χειρότερα, στο μίσος του για τη μνήμη των ανθρώπων που τον είχαν βοηθήσει να στήσει τα ψέματά του και να ξαναγράψει την ιστορία. 



Μια ιστορία που την είχαν διαστρέψει οι ηγέτες, που για 74 χρόνια ήταν κύριοι της εξουσίας και, φυσικά της Ιστορίας... Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης αυτού του συγκλονιστικού βιβλίου, όλη εκείνη την κοσμική καταστροφή και τη σημασία που είχε το έγκλημα του Μερκαντέρ, μέσα σε τόση προδοσία. Επίσης, αναρωτιέται ο αναγνώστης, ποιος ήταν πιο άρρωστος, ο Στάλιν ή η κοινωνία που του επέτρεψε να θεριέψει;

Χωρίς αμφιβολία, το μυθιστόρημα αυτό είναι έργο μακράς πνοής, με υγιή προβληματισμό , εξαιρετική λογοτεχνική αφήγηση και πολύ καλή μετάφραση του Κώστα Αθανασίου, όπου διαφαίνεται ο μόχθος και η επίπονη μελέτη του συγγραφέα και ο αναγνώστης έχει πολλά να μάθει για την ιστορία της μεγάλης Ουτοπίας του 20ου αιώνα,.

που στοίχισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους και στοίχειωσε τη ζωή πολλών περισσότερων, ενώ όταν έφτασε η ώρα της, γκρεμίστηκε ως χάρτινος πύργος από τραπουλόχαρτα κάτω από το βάρος, κυρίως, ιδίων λαθών και εγκλημάτων. Όλα εκείνα τα 74 χρόνια της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών

είχαν κυλήσει επί ματαίω, από τη στιγμή που το μεγάλο όνειρο είχε προδοθεί και, ακόμα χειρότερα, είχε μετατραπεί σε εξαπάτηση των μεγαλύτερων πόθων των ανθρώπων.

Εδώ το ερασιτεχνικό βίντεο που δείχνει το ζεύγος Τρότσκι (τον ίδιο με την δεύτερη σύζυγό του Ναταλία) και τον Ντιέγκο Ριβιέρα με την Φρίντα Κάλο σε ανέμελες στιγμές στο Coyocoán του Μεξικού το 1938.( Πηγή: www.lifo.gr)




Πηγές

Βιβή Γεωργαντοπούλου-Μπλογκ ''Λέσχη ανάγνωσης Degas''
Εφημερ.ΒΉΜΑ
Φωνή Αγρότη, Κώστας Τραχανάς
Agrinio voice-Ζησιμοπούλου Σοφία
Η μηχανή του χρόνου-Νίκος Γιαννόπουλος