Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

ΛΟΡΕΝΣ ΝΤΑΡΕΛ 


«ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΞΑΝΑ» της Αθηνάς Χατζή


ΛΟΡΕΝΣ ΝΤΑΡΕΛ: «ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΞΑΝΑ» της Αθηνάς Χατζή
Ο πολυδαίδαλος βίος του bon vivant διπλωμάτη θα αρκούσε για να τον καταξιώσει στο πάνθεον των «ενδιαφερόντων ανθρώπων». Η λογοτεχνική του παραγωγή υπήρξε ογκωδέστατη σε ποσότητα και εξαιρετικά ποικίλη σε ποιότητα. Ασκήθηκε με επιτυχία στο μυθιστόρημα, στην ποίηση, στο ταξιδιωτικό κείμενο και στο δοκίμιο. Η εστίαση του παρόντος θα γίνει στο Αλεξανδρινό κουαρτέτο, το opus magnum του Ντάρελ, και ίσως το πλέον διαβασμένο από τα έργα του.
Τα τέσσερα βιβλία που συνθέτουν το μυθιστόρημα, καθένα με τίτλο το όνομα ενός από τους βασικούς ήρωες, διαβάζονται απολαυστικά, με μικρά νοερά θαυμαστικά κάθε τόσο για τη μαεστρία του λόγου και για το καίριο και ενίοτε αιχμηρό του περιεχομένου. Ο Ντάρελ είναι εν γένει μεγάλος λογοτέχνης. Το ειδοποιό του όμως γνώρισμα είναι η σπάνια ικανότητά του αφενός να αφουγκράζεται τις λεπτές αποχρώσεις, αφετέρου να τις αποδίδει με την ακρίβεια που οφείλει να έχει το χειρουργικό νυστέρι.
Το φόντο είναι προπάντων η πόλη της Αλεξάνδρειας, πόλη έτσι κι αλλιώς μυθική από αρχαιοτάτων, αινιγματική, κοσμοπολίτικη, μυστηριώδης, ανθρώπινη και απάνθρωπη μαζί, ιδανικό υπόβαθρο για τις κατεξοχήν ελλειμματικές προσωπικότητες στις οποίες εμφυσά πνοή ο Λόρενς Ντάρελ· προσωπικότητες που πλάθει και διαπλάθει στα μέτρα της ανάγκης του να αφηγηθεί, χωρίς να τρομάξει τον αναγνώστη, αλλά θέλοντας να τον θέσει προ της δικής του ευθύνης, τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων που βρίσκονται πότε ηθελημένα, συχνά άθελά τους στη δίνη της Ιστορίας, καθώς ξετυλίγουν τον μίτο των δικών τους (όχι με κεφαλαίο αρχικό, αλλά όχι λιγότερο σημαντικών τελικά) ιστοριών.
Η προδοσία αποκαλύπτεται πάντοτε, ούτε νωρίς, ούτε αργά, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, υποστηρίζει ο συγγραφέας, και πάνω σ’ αυτή την πεποίθηση στηρίζει και την εξέλιξη της περίπλοκης τω όντι μυθιστορίας του. Άλλος προδίδει για να επιβιώσει· άλλος για να νιώσει ζωντανός· άλλος για να διεκδικήσει· άλλος για να συντρίψει· άλλος για να συντριβεί σε κρεσέντα αυτοκαταστροφής που ο Ντάρελ χειρίζεται ως το μεδούλι των πραγμάτων.
Τα θέματά του αντλούνται από τον κοινό τόπο των συγγραφέων απανταχού: ο έρωτας, ο θάνατος, ο πόλεμος, η απώλεια, η συντριβή, η πτώση, η επιβίωση, ο δόλος, εν ολίγοις η ζωή ως μικρή και μέγιστη, για να παραφράσω τον άλλον ποιητή (Οδ. Ελύτης, «αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας»). Οι ιστορίες καθεαυτές δεν είναι πρωτότυπες: ύστερα από τόσους αιώνες γραπτού λόγου και χιλιετίες προφορικής παράδοσης, καμία ιστορία δεν είναι πρωτότυπη στα καθ' ημάς. Η προσέγγισή του είναι. Ο Ντάρελ πλησιάζει τους ήρωές του με συμπάθεια, δεν συμπάσχει, αλλά κατανοεί. Πλάθει χαρακτήρες που θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Αντλεί από τις πολλές μετακινήσεις του βίου του και την πληθώρα συναναστροφών και καταστάσεων με αλλότριους πολιτισμούς και σε εξωτικούς τόπους, και συνθέτει κάδρα ζωντανά, κάποτε ακραία, αλλά ποτέ εξωπραγματικά.
Οι ήρωες του Ντάρελ, όσοι επιζούν εντέλει, έχοντας υποστεί ακρωτηριασμούς ψυχικούς και σωματικούς, αναδεικνύονται πυρήνες ζωής, όταν όλα έχουν λάβει τη θέση που τους αναλογεί στην ιστορία των ανθρώπων και την Ιστορία της μακράς διάρκειας. Έχουν γίνει σοφότεροι σε μία ιλιγγιώδη διαδρομή που τους φέρνει ένα μόλις βήμα πιο κοντά στην καλοσύνη, αφού όμως έχουν περάσει χιλιόμετρα ολόκληρα προδοσίας. Η προδοσία συνιστά κεντρικό θέμα και άξονα της αφήγησης του Ντάρελ· τόσο η μεγάλη προδοσία, όσο και οι μικρές αδιόρατες κάποτε καθημερινές προδοσίες, υποκύπτοντας οι άνθρωποι στις άθλιες πλευρές της φύσης τους που εμφανίζονται λίγο πιο εύκολες, κάπως πιο θελκτικές από τις ευγενείς. Η προδοσία αποκαλύπτεται πάντοτε, ούτε νωρίς, ούτε αργά, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, υποστηρίζει ο συγγραφέας, και πάνω σ' αυτή την πεποίθηση στηρίζει και την εξέλιξη της περίπλοκης τω όντι μυθιστορίας του. Άλλος προδίδει για να επιβιώσει· άλλος για να νιώσει ζωντανός· άλλος για να διεκδικήσει· άλλος για να συντρίψει· άλλος για να συντριβεί σε κρεσέντα αυτοκαταστροφής που ο Ντάρελ χειρίζεται ως το μεδούλι των πραγμάτων.
Η ήττα, ενίοτε επακόλουθο προδοσίας, επίσης στέφεται πρωταγωνιστής του Αλεξανδρινού κουαρτέτου. Η ήττα ξεδιπλώνεται όχι επιδερμικά, όχι επεισοδιακά, αλλά βασανιστικά αργά και σε βάθος, με γνώμονα το αξίωμα του τάλανος του 20ού αιώνα Ζαν Ζενέ «να ξέρεις πάντα ποιον κατατροπώνεις» (Ο Σχοινοβάτης). Το μέγεθος της ήττας ανάλογα με το ποιος κατατρόπωσε τον εκάστοτε ήρωα του Ντάρελ φανερώνει το μέγεθος του μεγαλείου του ηττηθέντος. Ποτέ δεν συντρίβει ολοκληρωτικά η ήττα, η προδοσία, η απώλεια τους πρωταγωνιστές του μέγιστου σκηνοθέτη Ντάρελ: τους τσαλακώνει, τους αποκαρδιώνει, τους αποκαθηλώνει σε διαστάσεις ανθρώπινες ελάχιστες, τους απογυμνώνει από τη χρυσόσκονη που τους περιέβαλλε στο πρώτο μέρος της τετραλογίας και την επίφαση του dolce far niente, αλλά ταυτόχρονα τους καταξιώνει στο πάνθεον των επιζησάντων, των αναδειχθέντων ηρώων του καθημερινού.
Η πορεία των ηρώων είναι κατιούσα ως προς τις εξωτερικές συνθήκες τους, απολύτως ανιούσα ως προς την πορεία τους προς την αυτοπραγμάτωση. Εξανθρωπίζονται, καθώς εξαθλιώνονται συναισθηματικά και υλικά. Ο εξωτερικός πόλεμος τους επηρεάζει, η εσωτερική πάλη τους εξουθενώνει, όμως αντέχουν. Αυτό ίσως είναι το μέγιστο δίδαγμα του Ντάρελ: ο άνθρωπος είναι καμωμένος να αντέχει και στο τέλος μπορεί να μείνει λειψός, αλλά θα παραμείνει, αρκεί να είναι πιστός στην ουσία του εαυτού και του κόσμου, ακόμη κι όταν ο κόσμος δεν συμμορφώνεται προς την επιθυμία και τον κόπο του ανθρώπου.
Τέλος, οι άνθρωποι στο σύμπαν του Λόρενς Ντάρελ δεν καθηλώνονται, είναι πτηνά αποδημητικά, είναι ουσίες φευγαλέες,  είναι αύρες που αφορούν ακροθιγώς και εξαχνώνονται στο βάθος του ορίζοντα των σχέσεών τους. Οι ήρωες πηγαινοέρχονται, κυριολεκτικά από τόπο σε τόπο, και μεταφορικά από απόφαση σε απόφαση, από σχέση σε σχέση, από συναίσθημα σε συναίσθημα. Ταλαντεύονται και ταλαντώνονται κάποτε με τρόπο που δημιουργεί συντονισμούς, κατά τη φυσική έννοια, και τότε ανατρέπονται δεσμοί και γέφυρες που δομήθηκαν με κόπο και ίσως λίγο δόλο – ο Ντάρελ είναι μέγας ρομαντικός, αλλά δεν έχει αυταπάτες για τη φαυλότητα του ανθρώπου. Κι εκεί που οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται κι οι διαδρομές τους κάποτε συγκλίνουν, δίνουν υποσχέσεις που δεν έχει σημασίαΑΝ θα τηρηθούν: υποσχέσεις επιστροφής και ανταμώματος. Το κατευόδιο των ηρώων του Ντάρελ δεν είναι ποτέ αντίο, είναι πάντοτε εις το επανιδείν. Το επανιδείν τοποθετείται κάπου στο ακαθόριστο μέλλον, στο μυαλό και στη διάθεσή τους κοντινό. Ο χρόνος και η πικρή επίγνωσή του τους δίδαξε πια στην Κλέα, το τέταρτο και τελευταίο μέρος της τετραλογίας, ότι δεν εξαρτάται από τη δική τους βούληση το αν και το πότε. Η αντοχή τους όμως τους έμαθε ότι, στον βαθμό που είναι στο χέρι τους, οι ζωές τους θα διασταυρώνονται πάντα σ' ένα ωραίο γαϊτανάκι από αναμνήσεις παλιές και μελλοντικές ιστορίες που περιμένουν υπομονετικά να συμβούν και να γίνουν με τη σειρά τους ανάμνηση:
'We'll be meeting again quite soon', he said quietly. 'You can't shake me off. The Wandering Jew, you know. But I'll keep you posted about Clea. I'd say something like "Come back to us soon", if I didn't have the feeling that you weren't going to. I'm damned if I know why. But that we'll meet again I'm sure.' (Lawrence Durrell, The Alexandria Quartet: Clea)

Πρώτη δημοσίευση: Διάστιχο

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

φ

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου




Влади́мир Набо́ков σημαίνει αποκλειστικά"Λολίτα"; Όχι,δεν σημαίνει αυτό μόνο. Αδικούμε τον εξαιρετικό συγγραφέα αν γνωρίζουμε το πιο διάσημο βιβλίο του,αν έχουμε γοητευτεί από το φίνο γράψιμό του αλλά δεν έχουμε μπει στον πειρασμό να διαβάσουμε κι άλλα σημαντικά κείμενά του.
Η "Αληθινή Ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ" είναι οπωσδήποτε ένα από αυτά τα έργα του τα πολύ ενδιαφέροντα,σημαντικό για το θέμα και τον άψογο τρόπο με τον οποίο μας διηγείται την ιστορία του,όντας αφηγητής ο ίδιος, αλλά κι επειδή είναι το πρώτο που γράφει σε καλοδουλεμένα και ,όπως κατά γενική ομολογία έχει ειπωθεί ξανά και ξανά, σωστότατα (φιλολογικώς) αγγλικά.

Σταχυολογώντας από την βιογραφία του διαπιστώνουμε ότι το άκρως λογοτεχνικό και  ελκυστικό υλικό, που χρησιμοποιεί στην "Αληθινή Ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ" είναι αντλημένο από την ίδια του την περιπετειώδη και γεμάτη ζωή,μαθαίνουμε δηλαδή ότι : γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1899 κι όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, η αριστοκρατική οικογένειά του εγκατέλειψε τη χώρα, ότι σπούδασε γαλλική και ρωσική λογοτεχνία στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας -ήταν δηλαδή τρίγλωσσος-και ότι το 1922 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου ο πατέρας του εξέδιδε τη ρωσόφωνη εφημερίδα "Rul" κι εκεί δολοφονήθηκε από δεξιούς εξτρεμιστές, επίσης ότι αργότερα εκείνον με την δική του πλέον οικογένεια η άνοδος του ναζισμού τον οδήγησε αρχικά στο Παρίσι το 1938 και οριστικά στην Αμερική το 1940, όπου έζησε και δίδαξε λογοτεχνία στα κολέγια Γουέλεσλι, Στάνφορντ,Κορνέλ και Χάρβαρντ.Πληροφορούμαστε ακόμα ότι έγραψε και στα ρωσικά και στα αγγλικά κι ότι  ανάμεσα στα έργα του που έγραψε στα ρωσικά και απέδωσε, αργότερα,ο ίδιος στα αγγλικά , συμπεριλαμβάνονται τα: "Γέλιο στο σκοτάδι", "Mashenka/Μαίρη","Η άμυνα του Λούζιν", "Απόγνωση","Το μάτι","Το δώρο" , "Πρόσκληση σ ’ έναν αποκεφαλισμό" και "Ο γητευτής" (ένας πρόδρομος της "Λολίτας"), κι ανάμεσα σ' αυτά που έγραψε στα αγγλικά "Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ", "Χλομή φωτιά", "Άντα","Επικίνδυνη στροφή","Ο αξιοπρεπής κύριος Πνιν","Διαφανή αντικείμενα","Μίλησε μνήμη","Λώρα" -ένα ημιτελές μυθιστόρημα, που έδωσε εντολή να καταστραφεί-και φυσικά το αριστούργημά του, την "Λολίτα", που μεταφέρθηκε αρκετές φορές στον κινηματογράφο και μετέφρασε ο ίδιος στα ρωσικά. Πέθανε το 1977 στην Ελβετία, από επιδείνωση της υγείας του ύστερα από ένα πέσιμο στις πλαγιές του Νταβός, συλλέγοντας πεταλούδες για τις οποίες είχε πάθος και τους αφιέρωσε χρόνο κι εμβριθή επιστημονικά άρθρα (κάποιες φέρουν το όνομά του) , μάλιστα στο Μουσείο Συγκριτικής Ζωολογίας του Χάρβαρντ εργάστηκε ως λεπιδοπτερολόγος. Γνωρίζουμε ότι ιδεολογικά υπήρξε αντι-μπολσεβίκος αλλ΄αυτή του την πολιτική θέση ποτέ δεν την  μετέτρεψε σε στείρο αντι-ρωσισμό,ίσα ίσα το ρωσικό στοιχείο είναι σταθερά εμφανές στην ζωή και στην έργο του ,συνέθετε συστηματικά,για παράδειγμα, σταυρόλεξα και σκακιστικά προβλήματα για μια ρωσική καθημερινή εφημερίδα .Το σκάκι είναι ένα προσφιλές στους Ρώσους παιχνίδι που θέλγει και τον Ναμπόκωφ ιδιαίτερα και το εντάσσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συχνά στα μυθιστορήματά του και το συναντάμε και στην "Αληθινή Ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ".

Ο Σεμπάστιαν Νάιτ,για να πάμε στο μυθιστόρημα ,είναι διάσημος συγγραφέας ρωσικής καταγωγής, που σε νεαρή ηλικία πεθαίνει σ΄ένα παρισινό νοσοκομείο από την καρδιά του.Η Αγγλίδα μητέρα του, η Βιρτζίνια ,με της οποίας το επώνυμο έχει γίνει γνωστός θέλοντας να απαλλαγεί από την ρώσικη πλευρά του,έχει πεθάνει κι εκείνη πριν χρόνια από την ίδια ασθένεια. Περιγράφεται σαν μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και ιδιαίτερα χειραφετημένο για την εποχή της τρόπο ζωής, που στην ουσία μετά το διαζύγιό της είχε αφήσει τον Σεμπάστιαν στα χέρια του πατέρα του στην Ρωσία, που ξαναπαντρεύεται και αποκτά και τον δεύτερο γιό του,που είναι ο αφηγητής της ιστορίας.
Ο νεαρότατος αυτός ετεροθαλής αδελφός με αφορμή τον θάνατο του Σεμπάστιαν γυρίζει πίσω στον χρόνο,θυμάται κι αρχίζει να αφηγείται και σε μας την κοινή τους ζωή, παρεμβάλλοντας ανάμεσα στις αναμνήσεις και σύγχρονά του στιγμιότυπα,κομμάτια της έρευνας που κάνει για να συλλέξει στοιχεία από την ζωή του Σεμπάστιαν αφ΄ότου χώρισαν οι δρόμοι τους κι ο Σεμπάστιαν ζούσε ανεξάρτητος και σπούδαζε στο Λονδίνο.Ο αφηγητής μας πάντα θαύμαζε τον μεγαλύτερο αδελφό του κι έχει αποφασίσει να γράψει εκείνος την βιογραφία του,διότι θεωρεί ανεπαρκείς τούς τόσο μακριά από την ρώσικη νοοτροπία Άγγλους ομότεχνους του Σεμπάστιαν.
Μας διηγείται λοιπόν πολλά κι ανάμεσά τους πώς και γιατί ο πατέρας τους προκαλεί μια μονομαχία  για να υπερασπίσει την τιμή της... πρώτης συζύγου,πώς πεθαίνει σ΄αυτήν κι έτσι τα δύο παιδιά τα αναλαμβάνει πλέον η δεύτερη .
Μας βάζει με αριστοτεχνικό τρόπο στο κλίμα εποχών σαν αυτές της προεπαναστατικής Ρωσίας αλλά και πιο μετά για να σκιαγραφήσει καλύτερα τον μεγαλύτερο αδελφό και να εξάψει την περιέργειά μας γι αυτόν στις συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, σε μιαν Ευρώπη ταραγμένη αλλά επίσης και αρκετά μποέμ και καλλιτεχνική.
Μας διηγείται τον έρωτα του Σεμπάστιαν και την πολύχρονη σχέση με την γλυκειά , λεπτεπίλεπτη Κλαίρη,που όμως ο ίδιος ο Σεμπάστιαν διαλύει για χάρη μιας άλλης γυναίκας,μιας μυστηριώδους Ρωσίδας που γνωρίζει σε ένα από τα αναρρωτικά του ταξίδια.Ο αφηγητής συναντά αργότερα την Κλαίρη η οποία είναι πια παντρεμένη με και δεν καταφέρνει απ ΄αυτήν να μάθει τίποτα που δεν ξέρει κι έτσι αρχίζει μετά μανίας να ψάχνει την Ρωσίδα .Γύρω απ΄αυτά τα λιγότερο ή περισσότερο κεντρικά για την αφήγηση πρόσωπα ο Ναμπόκωφ δημιουργεί ένα αλάνθαστο κέντημα.Κεντάει κυριολεκτικά. 

Μας γίνονται απολύτως κατανοητά τα πάντα χωρίς διόλου να μειώνεται η γοητεία της γραφής.Νιώθουμε από κάθε λέξη,που ανασαίνει με το έξοχο κείμενό του ότι ο Σεμπάστιαν είναι ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, ευφυής,με έντονη προσωπικότητα που τρέφει μεν σεβασμό για την μητριά κι αγαπάει τον μικρότερο αδελφό, αλλά σαν κλειστός και περίεργος και μαζί φευγάτος τύπος, δεν είναι δυνατόν να στεριώσει ούτε στο Παρίσι, όταν καταλήγουν εκεί το 1918 οι τρεις τους, μετά την νίκη των κομμουνιστών στην Ρωσία αλλά και δεν μπορεί παρά να ζει μια μυστηριώδη και έντονη ζωή στην συνέχεια, της οποίας ο αφηγητής θέλει διακαώς να μάθει όσες λεπτομέρειες μπορεί και μετά να την μοιραστεί μαζί μας.

Ο τρόπος που ο Ναμπόκωφ συνδέει τις ζωές και τις προσωπικότητες των ηρώων του μεταξύ τους και με των υπολοίπων που περνούν από το σκηνικό του είναι εξαιρετικός. Πολλά βιογραφικά στοιχεία του Σεμπάστιαν και του αφηγητή αδελφού είναι  φανερά δικά του-γι αυτό παρέθεσα πιο πάνω τις σχετικές πληροφορίες-και η τεχνική του αναδεικνύει και με το παραπάνω την συγγραφική αυτή πρόθεση να αναμοχλεύσει δημιουργικά το παρελθόν.
Τα κύρια έργα τού Σεμπάστιαν ας πούμε ,πέντε μυθιστορήματα,που πληροφορούμαστε από τον αφηγητή ότι είναι γνωστά και πετυχημένα έχουν τίτλους,μέσα στο κουκούλι-μυθιστόρημα του Ναμπόκωφ στο οποίο αποκτούν ενός είδους ζωή,που είναι πολύ κοντινοί με τους πραγματικούς τίτλους πολλών βιβλίων τού Ναμπόκωφ.
Στοιχεία, και του αφηγητή και του ίδιου του Σεμπάστιαν σκέφτεσαι από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ότι είναι προσωπικές σκηνές της ζωής τού Ναμπόκωφ.Το 1940 που εκδίδει στ ΄αγγλικά αυτό το μυθιστόρημα ο Ναμπόκωφ δεν έχει απογαλακτιστεί από την ρωσική γλώσσα,ούτε θα το κάνει ποτέ νομίζω, απλά θα βάλει κάποια πράγματα,που τον έχουν πονέσει, σε ένα ράφι και θα τα ξεχάσει για λίγο.

Τα λεπτά αισθήματα των ανθρώπων μιας ακόμα τρομαχτικά ταραγμένης εποχής αλλά διανθισμένης με πληθώρα ανατροπών αποδίδονται με χαρακτηριστικόΑΝ και χαμηλών τόνων τρόπο κι έρχονται κατευθείαν από την χιονισμένη Αγία Πετρούπολη.Οι αιτίες στις πράξεις των ηρώων κι ας εκδηλώνονται συχνότατα στο Παρίσι ή στο Λονδίνο ανάγονται πολύ πιο πίσω στον χρόνο και σαφώς όλα αυτά τα ξέχειλα σακιά με το ατελείωτο ψυχογραφικό υλικό έχουν κουβαληθεί με ευλάβεια σαν κειμήλια και αμύθητοι θησαυροί από την πατρική χώρα.
Δεν ξεχνιούνται εύκολα (οι πατρίδες και) οι γλώσσες των ανθρώπων,δεν ξεχνιούνται...

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Μαρία Πολυδούρη, Μόνο γιατί μ΄αγάπησες



Η σχέση του βιώματος και της καλλιτεχνικής έκφρασης του παίρνει στην ποίηση πολλές μορφές.
Οι ποιητές δίνουν συνήθως την εντύπωση πως υποβιβάζουν τη ζωή τους σε μια «πρώτη ύλη» για την ποίηση τους. Δίνουν, δηλαδή, την εντύπωση πως ό,τι ζουν, δεν το ζουν πραγματικά, αλλά εικονικά, πως ζουν για να μπορέσουν μετά να περιγράψουν αυτό που έζησαν και πως αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι η εμπειρία, αλλά η αναγωγή της στο επίπεδο της καλλιτεχνικής έκφρασης. Η ζωή μετατοπίζεται από τη βίωση της σε μια αναβαθμισμένη (αισθητικά και νοηματικά) περιγραφή της, χάνει την πρωταρχική σημασία της και γίνεται ένας μηχανισμός έμπνευσης, η υλική προϋπόθεση για μια δραστηριότητα που, υπό κανονικές συνθήκες, είναι δευτερεύουσα ή συμπληρωματική.
Με αυτόν, όμως, τον τρόπο, αντιστρέφουν τους ρόλους ζωής και λογοτεχνίας και δίνουν στη λογοτεχνία μια σημασία και έναν ρόλο πλασματικό, ενώ ο πραγματικός ρόλος της δεν είναι άλλος από την εντατικοποίηση της εμπειρίας της ζωής.


Μόνο γιατί μ'αγάπησες 


Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.


Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.


Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.


Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.


Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.


Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.


Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.


Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.



Το ενδιαφέρον της άποψης που εκφράζεται στο ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη « Μόνο γιατί μ΄αγάπησες» βρίσκεται στην καθ' όλα ρεαλιστική υπερτίμηση της ζωής σε σχέση με την ποίηση. Αναδεικνύεται το γεγονός ότι η υπεροχή της ζωής απέναντι στην τέχνη αναγνωρίζεται ακόμη και από εκείνους που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην τέχνη.
Το γεγονός, ωστόσο, πως αυτή η αναγνώριση της υπεροχής της ζωής (σε μία, τουλάχιστον, από τις πιο αυθεντικές, αλλά και έντονες εκδοχές της, την ερωτική) συνδυάζεται με την αφοσίωση στην ποίηση οδηγεί την ανάγνωση προς την επισήμανση της στενής, θετικής σχέσης ή και αλληλοεπίδρασης ζωής και ποίησης. Σύμφωνα με αυτή την αμοιβαία επίδραση, ζωή και ποίηση συνιστούν τους δύο δυναμικούς πόλους της πραγματικότητας, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν και να λειτουργήσουν σαν συνθήκες του πραγματικού ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, αλλά μόνο μέσα από την αμοιβαία σχέση και αλληλοαναφορά τους.
Αξίζει να σημειωθεί η επιμονή της Πολυδούρη όχι στην αξία της δικής της αγάπης προς αυτόν στον οποίο απευθύνεται, αλλά της δικής του αγάπης προς αυτήν. Αυτό το θέμα, όπως και η άποψη σχετικά με τη σχέση ποίησης και ζωής μας τρέπουν προς μια βιογραφική ερμηνεία και κριτική του ποιήματος, σύμφωνα με την οποία επιχειρείται η ανάγνωση και κατανόηση του έργου , βάσει της αδιέξοδης ερωτικής σχέσης της ποιήτριας με τον Καρυωτάκη.

Η ΓΛΩΣΣΑ 
Το βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας και της στιχοποιίας της Πολυδούρη αποτελεί η φυσικότητα.
Η φυσικότητα είναι συνέπεια της ανεπιτήδευτης, καθημερινής γλώσσας, της αβίαστης ομοιοκαταληξίας, του συνηθισμένου ρυθμού και της απουσίας της εντύπωσης του μόχθου που συχνά δίνουν στον αναγνώστη τα επεξεργασμένα ποιήματα.
Η Πολυδούρη δεν μοχθεί για την επεξεργασία των στίχων της και γι' αυτό δεν φτάνει συχνά σε κάποιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση, όμως, που φτάνει, είναι φανερό πως αυτό έχει γίνει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Επομένως, το βασικό αυτό χαρακτηριστικό της ποίησης της Πολυδούρη εκδηλώνεται με δύο τρόπους:
α) ως ατημελησία στα ατελή της ποιήματα και
β) ως φυσικότητα στα επιτυχημένα ποιήματα της.
Αυτή, ωστόσο, η αδιαφορία ή η βιασύνη μπροστά στη λεπτομέρεια της φόρμας εναρμονίζεται απόλυτα με το ξεχείλισμα του συναισθήματος. Πώς αλλιώς, άραγε, θα μπορούσε να εκφραστεί ένα τόσο εκρηκτικό συναίσθημα;

Η Πολυδούρη ( και όλοι οι νεορομαντικοί ποιητές ) θεωρούν την Ποίηση ως αυθόρμητη ποιητική μεταγραφή των συναισθημάτων, οπότε είναι αναμενόμενο να τηρούν ανέμελη στάση απέναντι στο ιδανικό της ποιητικής μορφικής εντέλειας. Ανάλογος, άλλωστε, ήταν και ο τρόπος της ζωής της, που καθοριζόταν από την αντίδραση στις καθιερωμένες, τυπικές συμπεριφορές. Το ποιητικό αντίστοιχο του αντικομφορμισμού του τρόπου ζωής της είναι η ατημελησία των στίχων της.
Οι ποιητικές εικόνες της είναι καθαρές και σαφείς, δίνοντας πάντα την ευχάριστη εντύπωση πως είναι αμιγώς περιγραφικές και πως λειτουργούν κυριολεκτικά. Αυτή, όμως, η αντικειμενικότητα της ποιητικής ματιάς τής Πολυδούρη στρέφεται πάντα προς τα μέσα και η σημασία της εικόνας εσωτερικεύεται διακριτικά, διαφυλάσσοντας τον ελεγειακό τόνο του ποιήματος από τη μελοδραματική θρηνολογία .
Η φωνή τής Πολυδούρη ακούγεται καθαρή και ανεπιτήδευτη. Κανένας ρητορισμός, καμιά επιτήδευση της έκφρασης ή επίφαση του συναισθήματος. Το συναίσθημα που την απασχολεί είναι το ερωτικό και, συχνά, η φωνή της αποκτά τέτοια οξύτητα, ώστε η ομιλία του ποιήματος να παίρνει την ένταση μιας κραυγής ερωτικής. Όσο δυνατή, όμως, καιΑΝ είναι αυτή η κραυγή, ο τόνος του ποιήματος είναι τόσο τρυφερός και ήπιος, ώστε η ερωτική απελπισία ή απαίτηση να παίρνει τους χαμηλούς τόνους της ερωτικής συγκατάβασης και του έμμεσου παράπονου.



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ 

Με την ποίηση της, η Πολυδούρη κατορθώνει να αποδώσει την ένταση του ερωτικού συναισθήματος, αλλά χωρίς οξύτητα. Αυτό γίνεται δυνατό χάρη σε μια ποιητική έκφραση που καλλιεργεί τον ήπιο τόνο. Αρχικά, δίνεται η εντύπωση πως η ένταση του συναισθήματος και ο ήπιος τόνος συνιστούν αντίφαση ή κάτι ακατόρθωτο, αλλά στο ποίημα της Πολυδούρη αυτός ο συνδυασμός γίνεται δυνατός με τον παρακάτω τρόπο:
α) η ερωτική συγκίνηση μεταδίδεται στον αναγνώστη μέσα από εικόνες που υποβάλλουν τον έρωτα σαν μια εξαιρετικά ζωντανή και παρούσα ανάμνηση. Η απόσταση του χρόνου λειτουργεί σαν διαδικασία απόσταξης του συναισθήματος: όσο πιο μακρινό είναι το συναίσθημα τόσο πιο δυνατό γίνεται - αρκεί να ήταν, δηλαδή να είναι, αληθινό. Με τον τρόπο αυτό, η ερωτική ανάμνηση γίνεται στο ποίημα ένα πολύ ζωντανό και παρόν σκίρτημα, δηλαδή μια συγκίνηση που διατρέχει ακόμη το σώμα.
β) Άλλος ένας τρόπος για να γίνει η οξύτητα τρυφερότητα είναι η συνεχής παρουσία του θανάτου, που ακόμη και όταν βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, δεν παύει να λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις:
1) προς την υπογράμμιση της σημασίας και επισήμανση της αξίας του έρωτα, μέσα από την προβολή του πάνω στο φάσμα του θανάτου, αλλά και
2) προς την απάλυνση της φυσικής οξύτητας του ερωτικού συναισθήματος, μέσα από την υποβολή μιας σοφής εγκαρτέρησης και επίγνωσης της ματαιότητας.
Ο θάνατος, στο συγκεκριμένο ποίημα -αλλά και γενικώς
στην ποίηση της Πολυδούρη - δεν είναι θάνατος βιολογικός, είναι θάνατος του έρωτα.
Μπορεί να γνωρίζουμε από τη βιογραφία της ποιήτριας ότι «ο ωραίος που βασίλεψε » είναι ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, που αυτοκτόνησε, και ότι η ποιήτρια , που λέει « έτσι γλυκά πεθαίνω», είναι η ποιήτρια, που πέθαινε από φυματίωση, παρ' όλα αυτά, όμως, η αυτοκτονία και η φυματίωση δεν αποτελούν τις αιτίες τού πραγματικού θανάτου: εκείνος που «βασίλεψε», εκείνος που έδυσε, πριν χαθεί πίσω από ορίζοντα της ζωής, είχε αποτραβηχτεί από τον έρωτα δηλαδή, από τη ζωή της ποιήτριας. Πριν όμως χαθεί, είχε προλάβει να την αγαπήσει κι αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει αυτήν ωραία, σαν άνθος ολάνοιχτο, κι εκείνον να τον εξαγνίσει . Αυτή η «άνθηση» κι αυτός ο «εξαγνισμός» αποτελούν τις συνθήκες ολοκλήρωσης της ζωής για τους δύο ερωτευμένους. Μπορεί ο έρωτας τους να έμεινε στην ιστορία σαν μια τραγική περίπτωση ανολοκλήρωτου ή, τουλάχιστον, αδιέξοδου έρωτα, αλλά μέσα από αυτό το ποίημα αποδεικνύεται το αντίθετο.

Η ΑΓΑΠΗ 
Η αγάπη δεν ελπίζει μόνο. Η αγάπη μπορεί και να θυμάται. Αυτές οι δύο προοπτικές, η μία προς το μέλλον (με την ελπίδα) και η άλλη προς το παρελθόν (με την ανάμνηση), αποτελούν τις δύο δυναμικές διαστάσεις του έρωτα. Αυτό συμβαίνει επειδή η παρούσα στιγμή, όσο συναρπαστική και αν είναι (ή, ακριβώς, επειδή είναι τόσο συναρπαστική), πάντα διαφεύγει. Δύσκολα μπορούν οι ερωτευμένοι να αρπαχτούν και να σταθούν στο παρόν τους: ο έρωτας έχει μια ανεξέλεγκτη δυναμική, που ωθεί συνεχώς προς μια επόμενη φάση. Και όταν ο ρυθμός της ανεξέλεγκτης πορείας έχει μειωθεί, η δυναμική στρέφεται προς τα πίσω, προσπαθώντας να απολαύσει ξανά ή να καρπωθεί αναδρομικά όσα η ανεξέλε­γκτη ταχύτητα δεν είχε επιτρέψει.
Αυτό κάνει η ποιήτρια του ποιήματος: ο αγαπημένος «έχει βασιλέψει», ο έρωτας έχει δύσει και εκείνη, με ζωντανό ακόμη το ρίγος στην ψυχή και το σώμα, ζει και γράφει και πεθαίνει, γεμάτη από μια ευδαιμονία που δεν είναι δυνατόν να σβήσει. Η δυναμική τού έρωτα που στρέφεται προς το παρελθόν δεν είναι ένας μηρυκασμός των αισθημάτων, αλλά μια υπερηφάνεια για κάτι που συνέβη πραγματικά, για κάτι που, από τη στιγμή που είχε κάποτε την ομορφιά του αληθινού γεγονότος, δεν θα πάψει να την έχει ποτέ γι' αυτούς που το έζησαν.
Αξίζει να παρατηρήσουμε πως η ποιήτρια αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη εκείνου προς αυτήν και πως αυτή η αγάπη του ολοκλήρωσε, έδωσε νόημα και δικαίωσε τη ζωή της.
Δεν μιλά, ωστόσο, καθόλου για τη δική της αγάπη. Θα μπορούσαμε να δώσουμε στο γεγονός αυτό μια ψυχολογική ερμηνεία:
πως η ομιλήτρια δεν ανταποκρίθηκε στην αγάπη του, αλλά αισθάνεται κολακευμένη από τον έρωτα του προς αυτήν και πως γι' αυτό αναφέρεται συνεχώς σε αυτό τον έρωτα.
Είναι, όμως, δυνατόν να φανταστούμε πως η ικανοποίηση μιας ανάγκης τόσο κοινής ή και ευτελούς θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο σημαντικά αποτελέσματα: να ολοκληρώσει τη ζωή της, να της δώσει νόημα, να την κάνει να ανθίσει ως γυναίκα και ως ποιήτρια; Φυσικά, όχι. Αυτό είναι δυνατόν να συμβεί μόνο αν ο έρωτας του άλλου συνιστά αυτό που θέλουμε από τη ζωή. Μιλώντας, επομένως, για την αγάπη εκείνου προς αυτήν, η Πολυδούρη εκφράζει σε αντανάκλαση τη δική της αγάπη για εκείνον. Αν μάλιστα σκεφτούμε πως εκείνος που την αγάπησε δεν ζει πια τότε η αντανάκλαση αυτή γίνεται ακόμη πιο μακρινή. Αυτή η έμμεση, μετά θάνατον, ερωτική εξομολόγηση αποτελεί τη βασική στρατηγική της ποιητικής έκφρασης στο «Γιατί μ' αγάπησες».
Αυτή η έμμεση εξομολόγηση επιχειρείται με μια ποιητική ομιλία που απευθύνεται σε ένα «εσύ». Από τη στιγμή, όμως, που αυτό το «εσύ» είναι ένα πρόσωπο νεκρό, ουσιαστικά αποδέκτης της ομιλίας γίνεται ο πομπός του. Με τον τρόπο αυτό, η ποιήτρια εμφανίζεται να απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο σε κάποιον συγκεκριμένο αποδέκτη του λόγου της αλλά, στην πραγματικότητα, η ομιλία της επιστρέφει σε αυτή την ίδια, αποτελώντας έτσι τυπική περίπτωση λυρικού ποιήματος κατά το οποίο ο ομιλητής δεν εμφανίζεται να απευθύνεται σε κάποιον , είναι ένα «λυρικό εγώ» που δεν αισθάνεται την πραγματική ανάγκη να απευθυνθεί σε κάποιο ακροατήριο, αλλά θέλει να μιλήσει σε αυτόν τον ίδιο, προσπαθώντας όμως, με αυτήν τη ρητορική επιλογή, να διατυπώσει απλώς τα συναισθήματα του με τρόπο νηφάλιο, ώστε να μπορέσει να τα οργανώσει και να τα κάνει κατανοητά σε αυτόν τον ίδιο.

Η επανάληψη, το σχήμα της αναδίπλωσης

Το σχήμα της αναδίπλωσης δεν παρουσιάζεται μόνο στην κλίμακα της στροφής (όπου κάθε στροφή ανοίγει και κλείνει με τον ίδιο στίχο), αλλά και στην κλίμακα ολόκληρου του ποιήματος: το ποίημα αρχίζει με μια στροφή που ανοίγει και κλείνει με την ομοιοκαταληξία «μ' αγάπησες» και τελειώνει επίσης με μια στροφή που ανοίγει και κλείνει με την ίδια ομοιοκαταληξία.
Αυτή η αναδίπλωση υπηρετεί το πρόγραμμα της επανάληψης με δύο τρόπους:
ηχητικά και νοηματικά, μια και οι λέξεις που ομοιοκαταληκτούν έχουν ιδιαίτερη σημασία μέσα σε αυτή τη συνοπτική ερωτική ιστορία: «μ' αγάπησες», «χέρια σου», «κύτταξαν», «γεννήθηκα», «μ' αγά­πησες». Μέσα από αυτές τις τέσσερεις λέξεις που, ομοιοκαταληκτώντας, επαναλαμβάνονται από δύο (το «μ' αγάπησες» τέσσερεις) φορές, αποδίδεται ο έρωτας στις βασικές του διαστάσεις: με το «με κράτησες στα χέρια σου» («μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα», ο επόμενος στίχος) αποδίδεται η σωματική διάσταση , με το «τα μάτια σου με κύτταξαν» («με την ψυχή στο βλέμμα», ο επόμενος στίχος) αποδίδεται η ψυχική διάσταση, ενώ με το «γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα» αποδίδεται το συνολικό καταλυτικό αποτέλεσμα του έρωτα. Το όλο σχήμα πλαισιώνεται από το «μ' αγάπησες» της πρώτης και της τελευταίας στροφής, που εισάγει και συνοψίζει το θέμα.


Ο σύνδεσμος της ζωής με την ποίηση αποτελεί την πρόταση του ποιήματος. Ο σύνδεσμος αυτός γίνεται δυνατός με τη μεσολάβηση του έρωτα: με τον έρωτα, η ζωή ολοκληρώνεται και ανθίζει και από τον έρωτα προκαλείται η ποίηση, η οποία δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης παρά την έκφραση (δηλαδή, την μέσω της γλώσσας ένταση, αποκάθαρση και διαιώνιση) του έρωτα.
Κλείνοντας να επισημάνουμε πως το γράψιμο της ποίησης δεν αποτελεί για την Πολυδούρη τρόπο διαφοροποίησης και απομόνωσης, αλλά μέσο για να έρθει πιο κοντά σε εκείνους που αγαπά. Η ποίηση, για την Πολυδούρη, είναι άμεσα εξαρτημένη από τη ζωή, είναι ένα μέσο ή ένα όργανο της ζωής. Γι' αυτό, άλλωστε, όπως η ίδια δηλώνει, δεν γράφει παρά γιατί εκείνος την αγάπησε και τα ποιήματα της «ήταν μόνο για Κείνον».

Η ζωή της Πολυδούρη, επομένως, κορυφώνεται στην αφοσίωση της στην ποίηση, αλλά η ποίηση, για την Πολυδούρη, δεν είναι παρά όργανο της ζωής και του έρωτα. Με τον τρόπο αυτό, η πορεία της κλιμακώνεται και καταλήγει εκεί από όπου ξεκίνησε: από τη διεκδίκηση της ζωής.

ΠΗΓΕΣ

Πηγή: Φωτόδεντρο 
cantus firmus
Β. Αθανασόπουλος , το ελληνικό ποιητικό τοπίο τον 20 ο αιώνα
Εποχές και συγγραφείς , εκπομπήΕΡΤ