Πρόταση… επί ποδός
Της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη
Και τώρα, αναρωτιέμαι
στο στήθος μου
ποια καρδιά χτυπά
η δική σου ή η δική μου
Βασίλης Ντίλος
ποια καρδιά χτυπά
η δική σου ή η δική μου
Βασίλης Ντίλος
Σάββατο πρωί κι ο ήλιος ράθυμος
στα μέσα Αυγούστου, απλώνεται απ’ τη μια άκρη ως την άλλη της όμορφης γενέθλιας
πόλης μου. Με βαριά καρδιά αναγκάζομαι να εγκαταλείψω μια βεράντα πνιγμένη στο
πράσινο και το γαλάζιο τ’ ουρανού, τον ελληνικό σκέτο μου καφέ μαζί με το
μυρωδάτο κέικ της μαμάς μου και τη μοναδική αλλά σπάνια συντροφιά της Σόνιας,
της μικρής μου αδερφής, για μια σειρά ανειλημμένων υποχρεώσεων. Στενοχωριέμαι.
Σήμερα το πρωί, μετά από καιρό, ήρθε η Σόνια να μ’ επισκεφτεί στο διαμέρισμα
που συζούμε εδώ και κάμποσα χρόνια με τον Γιώργο, κι εγώ πρέπει να την αφήσω
για να κάνω σήμερα ξανά άλλη μία διαδρομή στον καύσωνα του κέντρου.
Αλλά έτυχε
χθες μια βλάβη στο αυτοκίνητό μου που δε σηκώνει καθυστέρηση –θέλει επειγόντως
συνεργείο– ένα ατύχημα σ’ ένα φίλο του Γιώργου, που συνεπάγεται μια θλιβερή,
αλλά υποχρεωτική επίσκεψη στο νοσοκομείο, καθώς και άλλη μία επίσης επείγουσα
αγγαρεία: τα απαραίτητα βδομαδιάτικα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, που ο καλός
μου αδυνατεί να κάνει, λόγω φόρτου εργασίας.
Σε λιγότερο από μία ώρα
αποχαιρετώ μ’ ένα φιλί τη Σόνια, αφήνοντάς τη στα μαγαζιά για να χαζέψει τις
βιτρίνες, παρατάω το αυτοκίνητο στο συνεργείο και παίρνω ένα ταξί για το
νοσοκομείο. Αφού διεκπεραιώνω στα γρήγορα την κοινωνική μου υποχρέωση, τραβάω
γραμμή στο σούπερ μάρκετ για να τελειώνω επιτέλους και με τα ψώνια.
Εδώ μέσα γίνεται χαμός. Πού
βρέθηκε αυγουστιάτικα τόσος κόσμος; Τα καλοκαιρινά σαββατοκύριακα υποτίθεται
ότι η πόλη αδειάζει. Όλοι σπεύδουν να δροσιστούν στην κοντινότερη παραλία ή
φεύγουν διακοπές για μαγικά νησιά, εξωτικά κι ονειρεμένα. Μυρίζω λάδι καρύδας,
γεύομαι τεκίλα, ψήνομαι στον καυτό ήλιο, ενώ ένα κύμα γαλάζιο θωπεύει το μαυρισμένο
μου κορμί –και να φανταστείς ότι σιχαίνομαι τα Άρλεκιν– καλός ο νεαρός με τους
γυμνασμένους κοιλιακούς και τα γυαλιά καθρέφτες, που με φλερτάρει από το μπαρ
με τους κοκκοφοίνικες απέναντι, εγώ, αλήθεια, πότε θα πάω, πού; Εδώ το όνειρο
τελειώνει άδοξα κι η επαναφορά στην πραγματικότητα είναι τουλάχιστον οδυνηρή.
Αναγκάζομαι απότομα να σπρώξω το
καρότσι μου στο πλάι, αποφεύγοντας, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, τη
σύγκρουση με το καρότσι μιας κοκκινομάλλας με πορτοκαλί καφτάνι και
στραβοπατημένες λαμέ σαγιονάρες.
«Συγνώμη» ψελλίζω.
«Εντάξει, δεν έγινε και τίποτα»
μου πετάει δήθεν αδιάφορα.
Ξέρω πως από μέσα της με
βλαστημάει. Αντέχω το απαξιωτικό της βλέμμα μόνο χάρη στην προστατευτική σκιά
των σκούρων γυαλιών μου.
Μέσα στο μεταλλικό καρότσι, δίπλα
στις κονσέρβες, τα χαρτιά υγείας και τις κόκα κόλες, ένα αγοράκι πέντε-έξι
χρονών καταβροχθίζει με βουλιμία ένα κρουασάν με μαρμελάδα. Τα σιρόπια τρέχουν
στ’ αφράτα παιδικά μάγουλα, σχηματίζοντας κερασένια ρυάκια, με κατάληξη το
πιγούνι με το λακκάκι στη μέση. Το πιτσιρίκι μού σκάει ένα χαμόγελο μ’ εκείνο
το λευκό της αθωότητας, που όσο κι αν προσπαθεί, κανένα μα κανένα απορρυπαντικό
δεν το πετυχαίνει. Του το ανταποδίδω.
Ήθελα τόσο ένα παιδί…
Στέκομαι μπροστά στο ράφι με τους
καφέδες και πιάνω δυο κουτιά, γαλλικό για τον Γιώργο, καπουτσίνο στιγμής για
μένα, αν και συνήθως προτιμώ το νεσκαφέ. Μου αρέσουν τα έτοιμα προς κατανάλωση
τρόφιμα και ποτά. Είμαι τεμπέλα και μισώ το μαγείρεμα. Ο Γιώργος φεύγει για την
Ελβετία αύριο. Βρήκα το μήνυμά του στον τηλεφωνητή του ατελιέ μου. Πού να με
βρει; Στο σπίτι; Αφού το ’χω καταντήσει ξενοδοχείο ύπνου. Δε μου ’χουν βγάλει
άδικα την ταμπέλα της εργασιομανούς. Σχεδιάζω ρούχα, τα ράβω μόνη μου,
ζωγραφίζω, φτιάχνω κοσμήματα, τσάντες και ζώνες. Μέσα απ’ τη δουλειά μου
ανασαίνω.
“Θα μπορούσαμε να ιδωθούμε
τουλάχιστον πριν φύγω;”
Το λακωνικό του μήνυμα, με την
ίδια φωνή που το άκουσμά της συντάραζε την καρδιά μου απ’ τα δεκαεφτά μέχρι τα
τριάντα και την έκανε να παίρνει ανάποδες κωλοτούμπες, μπόρεσα να τ’ ακούσω
μόνο μια φορά. Μετά πάτησα το κουμπί και το διέγραψα. Υπό διαφορετικές συνθήκες
θα αποθήκευα το μήνυμα και θα το άκουγα ξανά και ξανά. Αρχή, μέση, τέλος. Έχει
υπέροχες διακυμάνσεις η βαθιά του η φωνή, ο Γιώργος μιλά και τραγουδά όμορφα.
Στο μήνυμα δεν απάντησα.
Ο έρωτας σε κάνει να φέρεσαι σαν
παιδί που το απορροφά ένα καινούργιο παιχνίδι. Το πασπατεύει, το σκαλίζει,
ασχολείται μαζί του μέχρι να το βαρεθεί και να ψάξει γι’ άλλο, αφού πρώτα το
διαλύσει “εις τα εξ ων συνετέθη”. Αυτή ακριβώς τη φάση διανύουμε τώρα με τον
Γιώργο. Τα τελευταία χρόνια ζούμε απλά στο ίδιο σπίτι. Σαν ξένοι. Η αγάπη μας
ασθενεί βαρέως. Είναι πλέον… φυτό. Εδώ και κάμποσα χρόνια υποστηρίζεται με
μηχανικά μέσα, μέχρι να έρθει το τέλος. Θα πρέπει, όσο σκληρό κι αν ακούγεται,
να την αφήσουμε να… φύγει εν ειρήνη. Θλιβερό μεν, αλλά αναπόφευκτο. Τουλάχιστον
να τη θυμόμαστε όταν ήταν στα καλά της. Κι όχι όπως κι οι δυο την καταντήσαμε…
Ένας έρωτας παππούλης μετρά
μέρες. Με πατερίτσες πια σέρνεται ασθμαίνοντας, Γιώργο μου.
Στέκομαι στην ουρά για μορταδέλα
και ντόπια γραβιέρα. Από δίπλα, συνωστισμός στα κρέατα. Κάνω κι εκεί τη στάση
μου για να πάρω μπριζόλες, πίσω από έναν τύπο που μυρίζει ιδρωτίλα. Η μαμά μου
θα τις μαγειρέψει αύριο, ευτυχώς που την έχω κι αυτήν να μας νοιάζεται, αλλιώς
θα λιμοκτονούσαμε. Μα είναι δυνατόν σήμερα με τόσα σαπούνια, αποσμητικά κι
αρώματα να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δεν πλένονται; Αν ήταν δίπλα μου τώρα ο
Γιώργος, θ’ αγόραζε ένα αποσμητικό και θα το πρόσφερε στον άπλυτο μ’ ένα πλατύ,
καλόκαρδο χαμόγελο, “Κάποιος πρέπει να σας μιλήσει για το Rexona”, θα του έλεγε, όπως ακριβώς στην
παλιά τηλεοπτική διαφήμιση, αγνοώντας τις συνέπειες μιας προσβολής κατάμουτρα,
που μπορεί να του στοίχιζε μερικές μπουνιές ή ένα μαυρισμένο μάτι. Σκηνοθετώ
στο μυαλό μου τη σκηνή και γελώ με την καρδιά μου. Τελικά ο Γιώργος έχει τόσα
χαρίσματα, ανθρωπιά, χιούμορ… Αυτό το τελευταίο ήταν το αγκίστρι με το δόλωμα
που με τράβηξε πάνω του,
ένα χαμόγελο με χρίζει ποθητό,
το άλλο ήταν κάτι πολύ κοινότοπο
–το ξέρω, αλλά είναι γεγονός– τα μάτια του.
Τα μάτια του και η πειθώ του σε
καθήλωναν. Τον θυμάμαι όπως ήταν πριν τη σχέση μας, τότε που μαθητές ακόμα
κρυβόμασταν πίσω από το δάχτυλό μας, ενώ πέθαινε ο ένας για τον άλλο, τότε που
μπαινοβγαίναμε σε καφετέριες και σινεμά και κάναμε μεγάλους περιπάτους σε
πολυσύχναστους δρόμους συζητώντας δήθεν μ’ ενδιαφέρον περί ανέμων και υδάτων.
Μέσα μας καιγόμασταν, αλλά κρατούσαμε ακόμα τα προσχήματα. Ούτε το χέρι δε μου
’πιανε, αβίαστα άνετος μέσα στη γαλάζια αθλητική του φόρμα με τα χέρια στις
τσέπες, μιλώντας μ’ εκείνη την απλότητα που εκμηδένιζε την όποια αμφιβολία μου
για το τι θα επακολουθούσε. Αδιαφορώντας για τον κόσμο που κινιόταν δίπλα μας
σε απόσταση αναπνοής.
Κι εγώ να πέφτω συνέχεια πάνω
του, δήθεν κατά λάθος, λαχταρώντας να γευτώ τη γεύση μέντας που είχε αφήσει η
τσίχλα που πηγαινοερχόταν στο στόμα του για να σκεπάσει τη μυρωδιά του
τσιγάρου, που είχαμε μοιραστεί στα κλεφτά πριν από λίγο. Θυμάμαι πώς άστραφτε
το μαύρο των ματιών του, καθώς εστίαζε πάνω μου ένα βλέμμα λάγνα σκοτεινό… Σαν
φωτογραφικός φακός που μ’ έπαιρνε ασταμάτητα φωτογραφίες σ’ όλες τις πόζες.
Κείνο το βλέμμα κι η φωνή ήταν που μ’ έκαναν να πάλλομαι, να νιώθω πως είμαι η
γυναίκα του, η μάνα, η πόρνη του, το λιμάνι, μια πόρτα ορθάνοιχτη που έκραζε:
«Έλα…»
Έκανα ένα γύρο στους διαδρόμους.
Να μην ξεχάσω να πάρω μπίρες, όλο και κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά. Δεν κολλάω
σε τυπικότητες. “Έλα, μωρέ, από το σπίτι κάνα βράδυ, αλλά πάρε με πρώτα ένα
τηλέφωνο”, όποιος μου χτυπήσει την πόρτα είναι ευπρόσδεκτος. Δεν μπορώ τους
τσιγκούνηδες, τους μίζερους, τις κλειστές πόρτες, τις κλειστές καρδιές. Κι ας
φοβάμαι τον κόσμο κατά βάθος.
Ουρές εμπρός μου, πίσω μου, δίπλα
μου. Να φύγω.
Το νερό στην μπανιέρα είναι
ζεστό. Το απογευματινό φως που μπαίνει από το τζάμι του φωταγωγού χτυπά
κατευθείαν στο πρόσωπό μου. Εδώ στο μέτωπο, πάνω στις τρεις οριζόντιες ρυτίδες
μου.
… Μαμά γερνάω… Στα τριάντα ένα
μου είμαι ακόμα “ελεύθερη”, όπως λες στις φιλενάδες σου με παράπονο, κι όμως η
ελευθερία, λένε, είναι αρετή. Ο γάμος, το ξέρεις, τα ’χουμε πει χίλιες φορές,
θα ’ρθει κάποτε, μπορεί όμως και ποτέ.
Το τηλέφωνο δεν έχει χτυπήσει
καθόλου σήμερα. Ο Γιώργος έφυγε. Τώρα πρέπει να πετάει για Γενεύη, για εκείνο
το ιατρικό συνέδριο. Δεν ειδωθήκαμε πριν φύγει. Δεν του τηλεφώνησα καν.
Κλείνω τα μάτια κι αφήνομαι στην
ανάσα μου. Στη γαλήνη της. Αυτή η ανάσα με παίρνει και με ταξιδεύει μαζί της
αλλού. Τι μου συμβαίνει; Εδώ και μήνες βιώνω το εικονικό φινάλε μιας σχέσης που
δε λέει να τελειώσει. Θέλω ν’ ανακαλύψω, να καταλάβω. Γιατί τόση οδύνη; Γιατί ο
Γιώργος αρνείται να πιστέψει ότι χωρίζουν οι δρόμοι μας, ενώ ζούμε καθημερινά
σε μια κόλαση ασυνεννοησίας; Έχω τύψεις. Γκρίζες σαν ιστός αράχνης. Τι θ’
απογίνει ο σύντροφός μου μακριά μου; Είναι ευαίσθητος, μοναχικός, γαντζωμένος
πάνω μου. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως δε μ’ έχει ακόμα απατήσει. Έχει άραγε
γνωρίσει άλλη γυναίκα ποτέ; Δεν ξέρω. Δεν αντιλήφθηκα κάτι, ποτέ δεν τον
ρώτησα. Θα ’πρεπε;
Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών
αντρών, μια γυναίκα δεν είναι ποτέ αρκετή. Όταν έχεις γνωρίσει μόνο ένα σώμα,
έστω κι αν έχεις μαθητεύσει πάνω του, δεν ξέρεις πώς θα είναι ένα άλλο. Λένε
πως είναι καλό να γνωρίζεις κι άλλους ερωτικούς συντρόφους, γιατί διαφορετικά
μπορεί να μείνεις μ’ αυτή την απορία σ’ όλη σου τη ζωή. Μπορεί να σε κυνηγούν
ανεκπλήρωτοι πόθοι, οδυνηροί.
Δεν ξέρω αν του Γιώργου τού έχει
τελειώσει η αγάπη. Πιστεύω ότι μένει ακόμα πιο πολύ από συνήθεια. Είναι
προέκταση της ζωής μας η συνήθεια. Η συνήθεια είναι η πιο ανασφαλής επένδυση,
ένα βολικό συναίσθημα που κατευνάζει προσωρινά την εσωτερική πείνα. Ως το
έσχατο ξόδεμα. Την τελευταία φάση του έρωτα, το τέλος της σχέσης. Ο αγαπημένος
μου φοβάται το μετά. Κι εγώ το φοβάμαι… Όμως η σχέση μας δεν υπάρχει περίπτωση
ν’ αναγεννηθεί. Έχει τελματώσει. Εκτός κι αν γίνει κανένα θαύμα. Ξέρει ωστόσο
ότι τον νοιάζομαι. Ότι τον αγαπώ. Όχι όμως όπως πριν. Δε σκιρτώ πια, όταν
στρίβει το κλειδί στην πόρτα και μπαίνει μέσα σέρνοντας το βήμα του κουρασμένα.
Θέλω να είναι καλά. Έχω τύψεις
όταν αισθάνομαι ότι αυτός μ’ έχει ανάγκη. Και νιώθω ενοχές γιατί πάω να τον
διώξω, ενώ κατά βάθος τον έχω κι εγώ ανάγκη. Μήπως είναι αυτό τελικά το
κυρίαρχο στοιχείο της σχέσης μας; Αυτό που μας κράτησε και μας κρατά μαζί
δεμένους τόσα χρόνια; Ανάγκη στήριξης του ενός από τον άλλο, σε εποχές που μας
τελειώνουν τα όνειρα; Δεν υπάρχει πια πλεόνασμα ονείρων… Κρίμα. Ποιος βολεύεται
τελικά απ’ αυτή την αναπηρία των αισθημάτων;
Το νερό έχει κρυώσει.
Ξεπλενόμουν στο ντους, όταν πήρα
είδηση ότι κάποιος ανοίγει με κλειδί την εξώπορτα .
Είναι ο Γιώργος. Με περιμένει στο
σαλόνι, στο βάθος. Καθισμένος σε μια πολυθρόνα με την πλάτη γυρισμένη προς την
πόρτα. Μα δεν έφυγε; Όχι, δεν έφυγε.
Διαβάζει. Προσποιείται ότι είναι
πολύ απορροφημένος σ’ αυτό που διαβάζει. Φαίνεται από το υπερβολικό κύρτωμα των
ώμων.
Τυλιγμένη με το μπουρνούζι,
στάζοντας ακόμα νερά, όταν τον αντικρίζω, σαστίζω.
«Καλησπέρα… εδώ είσαι; Νόμιζα ότι
θα ήσουν ήδη στη Γενεύη.»
Το μυαλό μου είναι γεμάτο με
λέξεις που θέλω να του πω, με φράσεις φτιαγμένες από πριν, που θα τις έλεγα
μονορούφι, χωρίς να του δώσω καιρό ν’ αρθρώσει λέξη. Τώρα όμως εκείνος είναι
μπροστά μου κι εγώ σε απόσταση βολής απ’ τα μάτια του, από τα χέρια του, δεν
ξέρω πια τι να κάνω.
«Πώς πάει, Δήμητρα, είσαι καλά;»
Σηκώνει τα μάτια του ερευνητικά πάνω μου.
Τον κοιτώ, χωρίς ν’ αφήσω να
φανεί συναίσθημα κανένα. Παραμένει ατάραχος. Τον ζηλεύω. Ο Γιώργος μπορεί να
κερδίζει, χωρίς να φανεί ότι έχει τρέξει αίμα στη μάχη.
«Καλά. Τι έγινε; Ακυρώθηκε το
συνέδριο;»
«Δεν υπήρξε κανένα συνέδριο. Έτσι
το ’πα, να δω αν θα μου τηλεφωνούσες. Ήθελα να σε δω. Υπάρχει λόγος. Κάθισε.»
Ένα σούβλισμα στην καρδιά.
Κάθομαι στον καναπέ. Τα μαλλιά μου βρεγμένα, στάζουν από παντού. Παίρνω ένα
τσιγάρο απ’ το πακέτο του. Το ’χει αφήσει στο τραπεζάκι δίπλα στα κλειδιά του
αυτοκινήτου.
«Συγνώμη που… δε σου τηλεφώνησα.
Θα περίμενες…»
Μιλώ κόβοντας τις λέξεις στη
μέση. Η αμηχανία μου έκδηλη. Τραβώ μια γερή ρουφηξιά, προσπαθώ να ηρεμήσω.
«Λοιπόν;»
Εκείνος σηκώνεται αμίλητος και
βάζει δυο ουίσκι. Σκέτα.
«Έλα, πιες», μ’ ενθαρρύνει
τείνοντάς μου το ποτήρι. Το βλέμμα του σκυφτό από πάνω μου, στα μάτια του
παιχνιδίζουν φωτιές. Μια συγκαλυμμένη οργή; Κάτι απειλητικό φτερουγίζει εκεί
μέσα. Πάει να με προετοιμάσει για κάτι. Αισθάνομαι σαν να μου προσφέρουν
κώνειο.
Αμίλητη πίνω.
Καίγομαι. Τραβώ άλλη μια ρουφηξιά
απ’ το τσιγάρο και μετά ταραγμένη το σβήνω στο τασάκι. Εκείνος ανασηκώνει
μηχανικά την τσάκιση του παντελονιού του και κάθεται πλάι μου. Απλώνει το χέρι,
αγγίζει απαλά μια-δυο βρεγμένες τούφες απ’ τα μαλλιά μου. Περιμένει. Αλλά εγώ
δεν τον αγκαλιάζω όπως πριν. Όπως πριν από μια βδομάδα, τρεις μήνες, πέντε
χρόνια. Μένω άκαμπτη, παγωμένη, με την ψυχρότητα αυτών που αποστρέφονται βαθιά
το… δυσάρεστο. Μα να που απρόσμενα κάτι σπάει μέσα μου. Θέλω ξάφνου να τον
αγγίξω, να του απαλύνω τις γωνίες στο πρόσωπο, να δω τη φλέβα στον κρόταφό του
να γαληνεύει. Θέλω να κλείσω στον κόρφο μου τον παλιό Γιώργο. Το δικό μου
Γιώργο που τώρα, το νιώθω, μου φεύγει. Και φταίω εγώ. Εγώ; Αυτός; Δεν έχει
σημασία. Σημασία έχει πως απόψε τελειώνουμε. Πεθαίνει ένα του κομμάτι μέσα μου
κι ένα δικό μου μέσα του. Σε λίγο, σε πολύ λίγο, δε θα ’ναι πια “το άλλο μου
μισό”. Ούτε εγώ θα είμαι.
Έξω σκοτεινιάζει. Σιωπές μπαίνουν
απ’ το παράθυρο, σέρνονται γύρω. Σκαρφαλώνουν στους πίνακες, έρπουν στα έπιπλα…
«Τι θέλεις να μου πεις; Είπες πως
ήθελες να με δεις. Να μιλήσουμε.»
Δεν αντέχω άλλο. Βιάζομαι.
«Ξέρεις, Γιώργο, οι χωρισμοί
είναι λιγότερο οδυνηροί, όταν τους κόβεις με το μαχαίρι.»
«Μα, αγάπη μου, ποιος μίλησε για
χωρισμό; Λυπάμαι αν σου έδωσα αυτή την εντύπωση.»
Γελάει, μ’ εκείνο το γέλιο που σε
σκοτώνει “άμα τη εμφανίσει του”. Όλο του το πρόσωπο φωτίζεται. Πίσω από την πολυθρόνα
που καθόταν πριν λίγο, βιάζεται να ξετρυπώσει μια τεράστια ανθοδέσμη με κόκκινα
τριαντάφυλλα. Με μια αστεία κίνηση, μου τα προσφέρει γονατίζοντας μπροστά μου,
ενώ ταυτόχρονα βγάζει από την τσέπη του ένα κομψό κουτάκι σε σχήμα καρδιάς. Το
αφήνει πάνω στην ποδιά μου. Έπειτα σηκώνει το αριστερό γυμνό μου πόδι και το
φέρνει στα χείλη του κοιτώντας με κατάματα. Ένα βελούδινα βαθύ, θελκτικά
αρσενικό, στοχαστικά στέρεο βλέμμα…
«Λοιπόν… δέχεσαι να μοιραστείς
την υπόλοιπη ζωή σου μαζί μου;»
Στη φωτογραφία ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι και η Ζαν Μορώ, στην ταινία ''La notte''του Μικελάντζελο Αντονιόνι (1961)