Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ




''Όνειρα ασύνορα’’


Ποιήματα


2006 - 2009




ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2009






Είναι δύσκολο να πολεμήσεις κατά της επιθυμίας.
Αυτό που θέλει τ’ αγοράζει με την ψυχή.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ




Luna silentiae amicae
H σιωπηλή φιλία της σελήνης





ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΥΜΑ

Γυναίκα
περιτοιχισμένη από μη και πρέπει

περιστοιχισμένη απ’ τον άνεμο
της βίας

που αναποδογυρίζει τον ήλιο
και μεταστρέφει τ’ αστέρια

Γυναίκα ,
οργωμένο χωράφι ,
οι ρωγμές σου βαθιές…

Γυναίκα
μ’ αφίλητο στόμα

μ’ ιδρωμένο
συλλημένο σώμα

σαν όστρακο
σ’ ένα κέλυφος κλείνεσαι

με χέρια αιχμάλωτα
στο χάδι κλειστά.

Τ’ όνομά σου
στα χαρτιά
νομιμοποιείται

Το κορμί σου
με βίαιο πάθος
γονιμοποιείται

μα η ψυχή σου,
ένας σφαγμένος ουρανός
καταργείται.











ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Θυμάμαι

Τη γλύκα ενός κομματιού κέικ
βουτηγμένου στο γάλα
μ’ έντονη γεύση βουτύρου

Ένα γλυκό κυδώνι
μαστορικά φτιαγμένο
μ’ όλο το άρωμα
των φρούτων της χρονιάς

Το χαμόγελο της μάνας μου
-παράδεισος επί της γης-
τη βιαστική καλημέρα του πατέρα
μ’ ένα φιλί καπνού σε σύννεφα.

Μέλι του πρωινού μας ήταν
η πρωτινή τους αγάπη…

Τη γιαγιά που σκεφτόταν φωναχτά
όταν άνοιγε φύλλο
-αγαπούσε , η καημένη, πολύ την εκκλησία-

Τη ζεστή αγκαλιά του παππού
αρματωμένη παραμύθια κι ιστορίες απ’ τον πόλεμο

Τη ρόδινη μου κάμαρη
με τις κούκλες και τα βιβλία σωρό
-στρατός σε παράταξη-

Τις πολυθρόνες στο σαλόνι
με το σταμπαριστό βελούδο
πάνω τους αναπαύονταν πίνοντας τσάι
κυρίες του ‘’καλού κόσμου’’

Θαυμάζοντας με φθόνο
τις γαλλικές πορσελάνες του μπουφέ.

Θυμάμαι
Τα περίτεχνα εργόχειρα της μαμάς
Τη’’ θεία Λένα’’ στο ραδιόφωνο
Και την ‘’Πικρή μικρή μου αγάπη’’

Τις μίνι φούστες της Μαρίας
που μας πρόσεχε

Τα κυριακάτικα ραντεβού της
με τον Μανώλη τον φαντάρο
‘’το αίσθημα’’ της

Τα θλιμμένα πρωινά
της Μεγαλοβδομάδας

Τη μυρωδιά της αλισίβας
στο πλυσταριό

Τον κήπο μας με τις αγριοτριανταφυλλιές ,
τα ζουμπούλια, τους πανσέδες,
τους μενεξέδες και τη ροδιά.

Η κληματαριά στην μπροστινή αυλή
δε χόρταινε ν’ απλώνεται
και να δροσίζει
πυρωμένα μεσημέρια
και απογευματινά’’ ζουρ φιξ’’

Θυμάμαι
Τ’ ασπρόμαυρα πλακάκια- σκακιέρα
πάνω τους χορεύαμε ταγκό,
τσα-τσα-τσα και μάμπο

Τον σκύλο μας τον Τζακ
που λάτρευε τις μέντες

Τις γελαστές γειτόνισσες
που ‘λεγαν το φλιτζάνι

Τα παιδιά της γειτονιάς
με τα λερωμένα μάγουλα
και χέρια
τα ξύλινα σπαθιά
τα πατίνια και τις σβούρες.

Μια ανοιχτή αγκαλιά ήταν το σπίτι μας…


Θυμάμαι ακόμα
Το γαλάζιο , πονεμένο βλέμμα
του αδελφού μου,
όταν του κλείδωσαν το ποδήλατο,
που ‘χε αγοράσει με το χαρτζιλίκι
μιας ολόκληρης χρονιάς.

Υπολείμματα από την αθωότητα
της παιδικής ηλικίας

Ειρηνικές, γαλήνιες στιγμές
που μ’ έκαναν ευτυχισμένη

Όλες τους
ξανακερδισμένες απ’ τη λήθη
συνιστούν το τεράστιο οικοδόμημα
της ανάμνησης.

Κρατώ ένα κομμάτι ουρανό
πάνω από τη ζωή μου.













































''ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ''

Κανένα ίχνος
Μόνο φήμες

Στο παγωμένο έλος
Της αδιαφορίας σου
Κολυμπώ

''Επέστρεφε''

Κοιμήσου μαζί μου

Κι αφουγκράσου το δάσος.









ΠΙΚΡΗ ΠΕΙΝΑ

Πεινώ για σένα.

Κι εσύ δεν καταδέχεσαι
ούτε ένα χάδι.

Κίβδηλο.



















ΣΕ ΠΟΙΗΤΗ

Ν’ ανοίγεις μονοπάτια μέσ’ τις λέξεις

Μόνος κριτής

Συνήθως νύχτες

Σίγουρα νύχτες

Ξεκολλάς τα όνειρα απ’ τη λάσπη.

Θλιμμένε ποιητή μαζί μου έλα

Ωραία κι άγια η δική σου η τρέλα…

































ΣΕ ΕΤΑΙΡΑ

Κατάθεση στην ασυμφιλίωτη ομορφιά σου
ο οβολός των περαστικών εραστών

Ευθύς μεταβάλλεται σε άρωμα θλίψης
και ψωμί της επόμενης μέρας.

Κι όμως Άγιο
το συλλημένο σου σώμα.

Σε κοιτώ.

Κι ένας πίνακας ζωντανεύει εμπρός μου.

Βαθυπράσινα μάτια πετράδια
αναγγέλλουν την αρχή του ονείρου

ενώ οι φωτοσκιάσεις της κόλασης
σ’ απαλούς ρόδινους τόνους

ζωηρεύουν το δέρμα,
που μουσκεύει αργά…

Οι κοτσίδες σου ξέπλεκες
σγουρά κύματα, μαύρα

αφρισμένα ξεσπούν, ολοζώντανα
σ’ ολόλευκα στήθη-τοιχία.

Άπαρτο κάστρο η καρδιά σου
Ωραία μου

των ταραγμένων ημερών σου
τον λυγμό

να πνίξω ήθελα,
ψυχή μου ηλιόμορφη.













ΟΝΕΙΡΟΥ ΔΙΝΗ-ΟΔΥΝΗ

Μια ρωγμή του μυαλού μου,
βίαιο φως διαπερνά

Τα λογικά μου ταράζει
και σε άγρια , μ’ οδηγεί , μονοπάτια.

Οι σπασμοί των λυγμών σου,
τραγούδι απόκοσμο
που παράταιρα ηχεί.

Σαν αδύναμο, παράφωνο
σάλπισμα υποχώρησης.

Και πέφτεις λαβωμένη από λόγχη,
δική μου λόγχη.

Ρόδινο μαργαριτάρι,
λευκέ μου κύκνε

Ξυπνώ με το κορμί σου
μες τα χέρια μου.


























ΔΕΝ Σ’ ΕΧΩ

Αγαπώ αυτό που δεν έχω.
Αυτό που δεν θ’ αποκτήσω ποτέ.

Δεν έχω το έκπαγλο σώμα σου
τ’ αθώο γέλιο σου
τα μάτια τα χιμαιρικά
τα σκούρα
που από μέσα ξεπορτίζουνε κρυφά
αλήτες ίσκιοι
πυρωμένα μεσημέρια.

Δεν έχω τα χέρια σου
που έχουν τόσα άλλα σώματα
χαϊδέψει
ούτε την αγκαλιά –φωλιά σου
για να γείρω,
δεν έχω πρόσβαση
στα χείλη σου
να πιω νερό μ’ ένα φιλί.

Δεν σ’ είχα κάποτε δικό μου
για μια νύχτα

δεν σ’ έχω τώρα
ούτε ποτέ.

Σαν εικόνισμα μοναχά
σε λατρεύω.

Ασκιά με πόθο φορτωμένα
τα γλαυκά μου όνειρα

δεσμώτες στου ανέφικτου τ’ αμπάρια

ποτέ του ήλιου τους λειμώνες δεν θα δουν.

Πόσο σκληρά με τιμωρεί ο χρόνος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου