Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ  ΙΣΜΗΝΗΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗ

ΓΡΑΦΕΙ Η ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ

Τι ακριβώς κάνει ένας συγγραφέας όταν δοκιμάζει να ανασυστήσει το μακρινό παρελθόν; Μπορεί να αναδιοργανώσει και να βάλει σε τάξη πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους εποχές ή είναι σε θέση να αναπαραγάγει τα επεισόδια μιας και μόνης περιόδου, ενώνοντας τα με μια κοινή κλωστή, που θα αποτελέσει τον μίτο του μύθου; Η Λογοτεχνία πάντως, ζει στιγμές εξαιρετικές όταν ο συγγραφέας μπορεί όχι μόνο να στήσει μυθιστορηματικούς ήρωες με γνωρίσματα συνόλου, αλλά και να τους ‘’τρέξει’’ με ιστορική γνώση στις μυθοπλαστικές διαδρομές της επιλογής του.
Η πολυβραβευμένη Ισμήνη Καπάνταη , φτιάχνει κείμενα που καταδύονται στην Ιστορία για να αναζητήσουν στις ρίζες μας στοιχεία ταυτότητας. Η επιτυχία της συνταγής  δεν έγκειται μόνο στην αναθεωρητική ματιά με την οποία η συγγραφέας κοιτάει την Ιστορία. Πιο πολύ βαραίνει η τραγική φύση των  πρωταγωνιστών των έργων της, -που μας κάνει να αντιληφθούμε αλλά και να συμμετάσχουμε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα αρχαίας τραγωδίας , που κυριαρχεί στα περισσότερα  κείμενα της-, καθώς πρόκειται για έργα,  που εμβαθύνουν πέρα από τα γεγονότα, δρώντας κατευθείαν μέσα στον ψυχισμό των ηρώων. Τα διλλήματα που τους ταλαιπωρούν, οι εσωτερικές συγκρούσεις που κορυφώνονται μέσα τους, το αίμα που ξυπνά και ζητά μερίδιο στη ζωή, στήνουν με αυθεντικότητα το σκηνικό του εκάστοτε μυθιστορήματος, όπου το δράμα-στην συντριπτική πλειοψηφία του-βρίσκει πρόσφορο έδαφος για ν’ ανθίσει.


Όταν είχε κυκλοφορήσει το ’’Επτά φορές το δαχτυλίδι’’ από τις εκδ. ‘’Εστία’’, ο Άλκης Αγγέλου στο Βήμα, έγραψε:’’ Είναι ένα έργο τολμηρό, που εισβάλλει ηρωικά στον χώρο της Τουρκοκρατίας και τον αλωνίζει από πάνω ως κάτω . Η Ισμήνη Καπάνταη , διανύει την ωριμότερη, πλέον αριστοτεχνική και την περισσότερα υποσχόμενη περίοδό της. Ώριμο, πλούσιο ταλέντο που εκδηλώνεται εικονογραφικά, παίζοντας το παιγνίδι ενός ευέλικτου κινηματογραφικού φακού.’’ Το συγκεκριμένο έργο, ως προς τη θέση του στην Ελληνική Γραμματεία, βρίσκεται στο κομβικό 1989, χρονιά που θα μπορούσε να θεωρηθεί σημείο καμπής, καθώς η ελληνική λογοτεχνία κατάφερε να σημειώσει μια εντυπωσιακή άνοδο , ανεβάζοντας ιδιαίτερα το επίπεδο της πεζογραφίας μας. Ουσιαστικά τα έργα της δεκαετίας του 90’ αλλάζουν σιγά-σιγά μορφή και από την ατονία της στεγνής ρεαλιστικής γραφής περνούν στην μεταμοντέρνα περίοδο μιας ουσιαστικής διαλεκτικής με την ιστορία και το παρελθόν. Ιστορικό μυθιστόρημα δεν σημαίνει πλέον  μονοδιάστατη ανάπλαση μιας άλλης εποχής, αλλά προσπάθεια για εθνική αυτογνωσία, προβληματισμός πάνω στην ταυτότητα. Το ‘’Οχτώ φορές το δαχτυλίδι’’ , που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδ. Καστανιώτη, είναι ουσιαστικά η νέα, συμπληρωμένη εκδοχή αυτού του κλασσικού βιβλίου, το οποιο εκτείνεται χρονικά μέχρι τα τέλη του εικοστού αιώνα, ολοκληρώνοντας έτσι έναν θεματικό κύκλο , που αρχίζει από τις πρώτες εξεγέρσεις επί Τουρκοκρατίας και κλείνει στην Πράσινη γραμμή της μαρτυρικής Κύπρου. Πρόκειται για οχτώ πλέον ιστορίες, εμπλουτισμένες και αναθεωρημένες,  όπου το δαχτυλίδι παίζει ρόλο κυρίως συμβολικό.
Τα χαρακτηριστικά στοιχεία που προσδιορίζονται , καθορίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο το συγγραφικό έργο της Ισμήνης Καπάνταη στο σύνολό τους,  είναι η ποιητική γραφή, το φιλοσοφικό υπόβαθρο, η γοητευτική αναπαράσταση της εκάστοτε εποχής, -αρκετά πιστή, προϊόν άλλωστε ενδελεχούς  έρευνας της συγγραφέως,- ο προσδιορισμένος τόπος και χρόνος, το υγρό στοιχείο σε όλες του τις μορφές, ο κύκλος-καμπύλη, το χώμα, το αίμα, ο έρωτας, το πάθος,  η τραγικότητα, η μοναξιά, το αναπότρεπτο και μη αναστρέψιμο γεγονός του θανάτου, το μυστήριο, το θαύμα και η εκπλήρωση του χρέους. Στα μυθιστορήματα της συνυπάρχουν η αντιπαράθεση, η πάλη, η σύγκριση, η αντιπαραβολή, ο συσχετισμός διαφορετικών νοοτροπιών όπως π.χ. Νησιώτης με Ηπειρώτη, Χριστιανός με Μουσουλμάνο κ. λ. π. Είναι επίσης προφανής η επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού. Αυτό διαφαίνεται καθαρά επειδή η λογοτέχνης υποστηρίζει μέσω της γραφής της,  ότι κάθε άνθρωπος είναι σεβαστός apriori ανεξάρτητα από την τάξη, την θρησκεία, τα πολιτικά του πιστεύω ή την καταγωγή του.
Τα κείμενά της έχουν τις ρίζες τους αφ’ ενός μεν στο γοτθικό μυθιστόρημα , με όλα τα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν (ρομαντισμός, μυστήριο, αλλά κυρίως το στοιχείο του υπερφυσικού),  και αφετέρου τους καρπούς τους να ευδοκιμούν σταθερά , με το βάρος τους να γέρνει άλλοτε προς την Ιστορία, άλλοτε προς το ρομαντικό παραμύθι, κάποτε ισορροπώντας ανάμεσα και στα δυο. Διαβάζοντας , λόγου χάριν,  ο αναγνώστης αποσπάσματα από ‘’Το άλας της γης’’, ή το’’ Οκτώ φορές το δαχτυλίδι’’, αισθάνεται πώς οδηγείται βαθμιαία σε δύσβατα μονοπάτια, ενώ τα συναισθήματά του κλιμακώνονται περνώντας από τον φόβο, στον τρόμο, την φρίκη και τανάπαλιν. Αυτός ο φόβος δεν απευθύνεται στην ψυχή για να προσφέρει κάποια κάθαρση, αλλά στόχος του είναι,  αυτό,  καθαυτό το σώμα, -με τους μυς , τους αδένες, την επιδερμίδα και το κυκλοφορικό του σύστημα, - να ταρακουνηθεί μ’ έναν έντονο και γρήγορο τρόπο, ούτως ώστε  να δημιουργηθούν όλες εκείνες οι φυσιολογικές αντιδράσεις του φόβου, όπως π.χ. αυτό συμβαίνει  στα έργα του  Καρόλου Ντίκενς , ή του Εντγκαρ Άλαν Πόε . Κι αυτό για να το πετύχει ένας συγγραφέας , να καταφέρει δηλαδή να καθηλώσει τον αναγνώστη και να τον κάνει να οσμιστεί την απειλή, να την νιώσει στο πετσί του, να αισθανθεί το χνώτο του διώκτη του στο σβέρκο,  απαιτεί συνδυασμένη τεχνική,  ανεξάντλητο ταλέντο , μαστοριά στην γραπτή εκφορά του λόγου και  σπάνια αφηγηματική ζωντάνια, ιδιότητες που η Ισμήνη Καπάνταη κατέχει και με το παραπάνω.

Το Ρομαντικό παραμύθι θεωρήθηκε πρότυπο του γνήσια φανταστικού και γνήσια ποιητικού ύφους, ένα μουσικό και ταυτόχρονα αναρχικό είδος που δημιουργεί αυθαίρετα έναν αυτόνομο κόσμο, πλήρως αποδεσμευμένο από την εξωτερική πραγματικότητα. Ανάμεσα στα εκλεκτά μυθιστορήματα που μας έχει χαρίσει η Ισμήνη Καπάνταη, επιλέγω να σας πω δυο λόγια για το μυθιστόρημα ‘’Η Φλώρια των νερών’’, που κυκλοφόρησε το 1999,  από τις εκδόσεις Καστανιώτη και που μπορούμε να το εντάξουμε κάπου ανάμεσα στο Ρομαντικό παραμύθι αλλά και στο Γοτθικό μυθιστόρημα. Εδώ η συγγραφέας αναζητά την άλλη ιστορία, όχι αυτή των γεγονότων, αλλά την άλλη των αισθημάτων.
Ο μύθος διαδραματίζεται στα πρώτα χρόνια της μεταβυζαντινής Ηπείρου, όπου έχει ολοκληρωθεί η οθωμανική κατάκτηση , εκτός από λίγες παράκτιες κτήσεις των Βενετών και ημιαυτόνομες περιοχές κάστρων- καπετανάτων των Ρωμιών. Στα Ιόνια νησιά και την Αιτωλοακαρνανία, χάνονται τα εδάφη των Φράγκων, της δυναστείας των Τόκκων, πέφτοντας στα χέρια των Οθωμανών, ενώ οι Μπερμπερίνοι πειρατές αποτελούν πραγματική μάστιγα. Τούτοι οι πειρατές έχουν ξεκληρίσει όλη την οικογένεια της δωδεκάχρονης Φλώριας και την κρατούν αιχμάλωτη, ώσπου η μικρή περνάει στα χέρια του καπετάνιου και πειρατή Ρωμανού του Μελανοδράκοντα, που έχει το κάστρο του στο Ασπροκλήσι. Είναι πανέμορφη, γυφτοπούλα Ρόμ, τραγουδάει υπέροχα κι ο Ρωμανός την ξεχωρίζει. Δεν αργούν να σμίξουν οι δυο τους , αλλά , αν και από τότε που πρωτοαγκαλιάστηκαν η Φλώρια είναι η μόνη αγάπη του Ρωμανού, ’’Κυρά του‘’ μεν  αλλά ‘’εξ ευωνύμων’’, δεν την παντρεύεται ποτέ. Καρπός του έρωτα τους είναι η κόρη τους η Αγνή.

Ο Ρωμανός παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την Ισαβέλλα, ανιψιά του δούκα της Λευκάδας, ‘’Φράγκα αιρετική’’. Γάμος πολιτικής σκοπιμότητας βεβαίως. Η Ισαβέλλα αναγκαστικά αποδέχεται την ύπαρξη της επίσημης αγαπημένης, μην παραλείποντας να δηλητηριάζει την ζωή της Φλώριας. Όλα τα πάθη και οι καημοί ετούτου του μεγάλου έρωτα, συνυφασμένα με αναφορές στα ιστορικά γεγονότα, δίδονται στον αναγνώστη μέσα από την αφήγηση της ίδιας της Φλώριας. Μεσόκοπη πια η Φλώρια κι ενώ ο Ρωμανός κείτεται μπροστά της νεκρός,- αυτή του έκλεισε τα μάτια -,  η μνήμη της διολισθαίνει σε όλες τις έντονες στιγμές της ζωής τους. Αυτές τις χαρές και τις πίκρες, τα παράδοξα και τα συνήθη, τις αγαθότητες αλλά και τις κακίες, τα μαγικά κι αλλόκοτα της ζωής και της φυλής της , θυμάται μέσα από μια γοητευτική ακολουθία συμβάντων.
Γιατί ο τίτλος’’ η Φλώρια των νερών;’’
’’Τη Φλώρια , μου είχε πει ο πατέρας μου, ήταν βασιλοκόρη η Φλώρια, κόρη του βασιλιά των γύφτων και όμορφη πολύ, τη ζήλεψε μια μέρα ο ποταμός και την πήρε. Άνοιξαν τα νερά του και την κατάπιαν κι από τότε ζει και βασιλεύει στα υδάτινα βάθη του. Όλα τα νερά είναι δικά της, γι αυτό την λένε ‘’Φλώρια των νερών’’. Όταν έχεις ανάγκη, όταν επιθυμείς κάτι που μοιάζει ακατόρθωτο, να πας εκεί. Στην άκρη του νερού. Βάλε τα χέρια σου μέσα και κάνε την ευχή σου. Πέταξε ύστερα στα βαθιά το δώρο σου, κάτι δικό σου που να τ’ αγαπάς, δεν λογαριάζει αν είναι δώρο πλούσιο ή ταπεινό, φτάνει να τ’ αγαπάς και κάμε την ευχή σου. Η ευχή σου θα εκπληρωθεί.’’
Οι ήρωες , στα χέρια της Ισμήνης Καπάνταη , γίνονται πειθήνια όργανά της. Τυλιγμένοι στο φάσμα του μυστηρίου, προχωρούν θαρρετά μέσα στα ομιχλώδη χαώδη τοπία, οδηγημένοι από το όραμα, μετατοπισμένοι σε άλλη διάσταση, ρευστή έως άυλη, εξεγερμένοι από μνήμες θρυμματισμένες, ιριδίζοντα γλαυκό ουρανό κι ας ρέει αίμα. Οι δροσερές ευωδιές, οι τρυφερές περιγραφές φυσικών τοπίων κι ανθρώπινων χαρακτήρων, η ποιητική προσέγγιση της όποιας πραγματικότητας, ξεπερνούν συχνά την τραγικότητα και την μεταφυσική αγωνία, προσδίδοντας στο μυθιστόρημα αισθητική απόλαυση και ολοκλήρωση.
Σ’ αυτό το σημείο,   ας μου επιτραπεί να δανειστώ τα λόγια του Φώτη Δημητρακόπουλου, Επίκουρου καθηγητή Νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.’’ Εδώ και πολλά χρόνια πιστεύω πλέον ότι δεν αρκεί μονάχα η ποιητική νοημοσύνη στο χώρο της Λογοτεχνίας, η ευαισθησία στο χώρο της Τέχνης, για να έχουμε έργα άξια λόγου. Χρειάζεται και η εγγραμματοσύνη. Πέρα και πάνω και επέκεινα από την συναισθηματική νοημοσύνη, την καλλιτεχνική θέαση του κόσμου, είναι ο πλούτος της γλώσσας απαραίτητος, ώστε να κείται έργο λογοτεχνικό. Η γλώσσα της Ισμήνης Καπάνταη έχει τούτα τα εφόδια χωρίς να θηρεύει τη εκζήτηση. Δυο συμπληγάδες πέτρες είναι στημένες η Ιστορία με τη μυθιστορία , συχνά συγκρουόμενες. Η Καπάνταη διέπλευσε τις πέτρες με μεγάλη αβαρία. Μέσα στο μυθιστόρημα υπάρχουν σελίδες αριστουργηματικές, όπου η συγγραφέας γίνεται ποιήτρια με τον πεζό λόγο, μεγάλη κουβέντα για να την πει κανείς.’’
Η ‘’Φλώρια των νερών ‘’δικαιώνει την εμμονή στην αγάπη, ακόμα και στην παράνομη, -πέρα από τους θεσμούς-,  έκφανσή της. Αυτή η άποψη , η εμμονή στην αγάπη είναι ταυτόχρονα συστατικό του μύθου και ανατροπή της ιστορίας. Άλλωστε μεγάλοι ιστορικοί ήρωες,  είναι αυτοί που αγάπησαν πολύ  ότι πίστεψαν . Οι υπόλοιποι μένουν απλοί διεκπεραιωτές.
Ο χρυσούς κανόνας,  για να λειτουργήσει ένα ιστορικό μυθιστόρημα , είναι η επινόηση των κεντρικών ηρώων. Τα πραγματικά ιστορικά πρόσωπα πρέπει να έχουν βοηθητικούς ρόλους στην πλοκή , ενώ οι  κεντρικοί ήρωες πρέπει να είναι πάντα επινοημένοι, έτσι ώστε οι αναγνώστες να μπορούν να ταυτιστούν μαζί τους. Παρά την αναμφισβήτητα πλέον μεγάλη ανταπόκριση που βρίσκει στο αναγνωστικό κοινό, το ιστορικό μυθιστόρημα , οι Συμπληγάδες της αναγνώρισης της λογοτεχνικής αξίας και ταξινόμησης , που κλείνουν και ανοίγουν κάθε φορά, ανάλογα με τις συγκυρίες,  το υποβάλλουν σε σκληρές δοκιμασίες, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν ούτε τους συγγραφείς του να πτοήσουν , ούτε το ενδιαφέρον των αναγνωστών για το είδος να κάμψουν.
 Οι φανατικοί βιβλιόφιλοι πάντως το υποστηρίζουν έμπρακτα και δεν είναι σπάνιο,  ιστορικά μυθιστορήματα, -που κατ’ εξοχήν θεωρούνται δύσκολα βιβλία-, να καταλαμβάνουν συχνά θέσεις ανάμεσα στα ευπώλητα ή αλλιώς μπέστ σέλερς. ’’Το εμείς έχουμε εμάς’’, μάλιστα της Ισμήνης Καπάνταη συγκαταλέγεται σ’ αυτά.


Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα , που κυκλοφόρησε το 2007, αμφιβολία, αγωνίες, ψυχολογικές μεταπτώσεις, όνειρα , πάθη και λογική, βρίσκουν θέση. Είναι μια ιστορία για την γυναικεία ψυχολογία,  που δεν αλλάζει στο πέρασμα των αιώνων, γεμάτη ανασφάλεια,  άγχος , αγώνα για μιαν  ακόμα κατάκτηση. ‘’Το εμείς έχουμε εμάς’’ είναι η συνέχεια της ‘’Φλώριας των νερών’’ , που λειτουργεί ωστόσο εντελώς αυτόνομα, από  την αρχική ιστορία, όπου πρωταγωνίστρια του διαχρονικού μύθου είναι αυτή τη φορά η Αγνή, ο καρπός του εξώγαμου έρωτα του άρχοντα πατέρα της και της τσιγγάνας μητέρας της.
Στα δεκαπέντε της η Αγνή θα παντρευτεί από πείσμα, σπρωγμένη από μια δύναμη που την προστάζει να λύσει τα δεσμά απ’ τα φαντάσματα που την κυνηγούν. Ο αυθορμητισμός και η  απειρία της εφηβείας, θα την φέρουν σε δύσκολη θέση σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής της  όπου θα κληθεί  να πάρει ουσιαστικές αποφάσεις. Το πείσμα, ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα  της την χαλυβδώνουν, ενώ αγωνίζεται να ξεχάσει τον παιδικό της  έρωτα, διεκδικώντας μια νέα αρχή. Η Αγνή θα καταφέρει να μετακομίσει από την Ήπειρο στα Επτάνησα, να γίνει πυργοδέσποινα στο πλευρό ενός Φράγκου ευγενή, να διαφεντέψει το φέουδο του διανοουμένου συζύγου της, και να ανταποκριθεί επάξια πλέον στις υποχρεώσεις που αντιμετωπίζει στην  νέα, - διαφορετικής νοοτροπίας από τη δική της, -κοινωνία .Δεν θα σταματήσει να δοκιμάζει τα όρια της, ούτε μπροστά στους κουρσάρους, ούτε όταν βρεθεί στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Η αυτοπεποίθηση που εκπέμπει όμως η πρωταγωνίστρια του μύθου,  κρύβει οικογενειακά μυστικά, ανομολόγητους έρωτες, επιλογές που θυσιάστηκαν μπροστά στην ανασφάλεια , που αποπνέουν οι  μεγάλες ανακατατάξεις στα Βαλκάνια του 16ου αιώνα.
Το τελευταίο βιβλίο της Ισμήνης Καπάνταη, το οποιο φέρει τον διφορούμενο τίτλο ‘’Κυνική ιστορία’’, κυκλοφόρησε φέτος  από τις εκδ. Καστανιώτη  και είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό και ασυνήθιστο , από το ύφος των θεμάτων και της γραφής , που μας έχει συνηθίσει εδώ και χρόνια . Κάνοντας την ανατροπή η ταλαντούχος λογοτέχνης, μας παραδίδει ένα μυθιστόρημα με τρυφερότητα, γνώση και χιούμορ για μια ιδιαίτερη σχέση στη ζωή πολλών ανθρώπων, τη σχέση ανθρώπων και ζώων. Μια σχέση που υποκαθιστά όλο και περισσότερο, όλο και συχνότερα, την ελλειμματική σήμερα, ανθρώπινη επικοινωνία. Ένα βιβλίο που θα μπορέσει να γίνει μια καλή αφορμή για να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα τους μικρούς τετράποδους φίλους μας.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω πως η Ισμήνη Καπάνταη με τα υπέροχα μυθιστορήματα , διηγήματα, λευκώματα και παιδικά της βιβλία αποδεικνύει περίτρανα ότι οι τιμητικές και άλλες διακρίσεις της, οι απανωτές μεταφράσεις και επανεκδόσεις των βιβλίων της , αλλά και οι δικές της μεταφράσεις ξένων έργων,  δεν είναι τυχαίες. Είναι μια συγγραφέας με βαθιά ιστορική γνώση, εξαιρετική μαεστρία στον μυθιστορηματικό χειρισμό της ιστορικής πραγματικότητας, με μακρόχρονη και δημιουργική πορεία στον δύσκολο τομέα του Ιστορικού μυθιστορήματος και όχι μόνον. Η παρουσία της αναμφισβήτητα αποτελεί ορόσημο και  τιμά τα Ελληνικά Γράμματα. Αν μη τι άλλο,  φίλοι αναγνώστες, χρειάζεται  γερό ιστορικό κριτήριο, γνώση, ταλέντο, ευαισθησία και τόλμη για να παίξεις με την Ιστορία ένα τόσο δυνατό παιγνίδι μυθοπλασίας.


Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014
















Τα αγάλματα των κοιμητηρίων

Τα αγάλματα των κοιμητηρίων
Δυο φορές πεθαμένοι

Με τα μαρμάρινα
Θλιμμένα  πρόσωπα τους

Πάνω σε βάθρα
 Ενδεδυμένα  τη φθορά

Με τσακισμένα τα περήφανα φτερά τους
Και μαυρισμένα δάφνινα στεφάνια

Σε ρητορική πόζα ή στάση προσευχής
Κραυγάζουν εγκατάλειψη

Κούκλες μαρμάρινες λευκές
Μορφές που δε μοιάζουν πια με κανένα

Φρόντισε γι αυτό ο χρόνος και η λήθη

Τους επισκέπτονται μονάχα περιστέρια
Κι αποδημητικά πουλιά
Φτιάχνουν μες τις παλάμες τους φωλιές

Κι αν ήταν οι νεκροί τους αλαφρές ψυχές
Τούς κελαηδούν αηδόνια

Τα αγάλματα των κοιμητηρίων
Μια ανίσχυρη αγέλη αθανάτων



 Από την ποιητική Συλλογή ''Τα νεαρά ποιήματα'', ενότητα Alma Perdita Εκδ Γαβριηλίδης 2013

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014



 ΜΑΤΙΑ ΠΑΙΔΙΚΑ

Μάτια παιδικά ,
αθώα μάτια,
τι κι αν το χρώμα τους είναι
γαλάζιο, πράσινο ή μαύρο;

Λευκά’ ναι κει
τα βάθη τους καθάρια.
Λίμνες ακίνητες
χωρίς ρυτίδιασμα κυμάτων.

Αθώα μάτια. Παιδικά.
Μέσα τους την ομορφιά θα δεις
αυτής της πλάσης.

Κι ας κρύβουν πόνο
κάμποσες φορές.
Τι κι αν φωνή δεν έχουνε.
Μιλούνε.

Χωρίς προσχήματα και ψέματα
και δήθεν.
Κι όλα όσα σου ‘μολογούν
αλήθεια είναι.

Αλήθεια αγνή και διάφανη.
Τόσο λησμονημένη…


Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
Από ανέκδοτη ποιητ. συλλογή του 2000




Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Η Μάχρια της Λήθης
Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη
Εκδόσεις Λιβάνη
Γράφει η Ευρυδίκη Λειβαδά*
Ένα έξυπνα γραμμένο μυθιστόρημα από την κ. Ρένα Πετροπούλου – Κουντούρη το οποίο άνετα κατατάσσεται στα ιστορικά καθώς το περιβάλλον στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα είναι ιστορικά τεκμηριωμένο, και είναι φανερό όχι έχει καταναλωθεί χρόνος αρκετός για μελέτη προ συγγραφής. Αποτελεί το πρώτο μέρος έργου με πρωταγωνίστρια μια νόθα, γόνο χριστιανικών οικογενειών, που υιοθετήθηκε από οικογένεια μουσουλμάνων μίλια μακριά από τον τόπο που είδε το φως. Η συγγραφέας την βάφτισε Μάχρια, την έδεσε με ένα φυλακτό –αρχαίο ταφικό εύρημα με μυστηριακές δυνάμεις- και την έντυσε με αγάπη, τόσο από την οικογένεια που εκ φόβου κοινωνικής κατακραυγής την έδωσε, όσο κι από αυτήν που την υιοθέτησε.
Πολυπρόσωπο, με εναλλαγές πολλών τόπων, εκδηλώσεων, εθίμων και παραδόσεων, κλειστών κοινωνιών με προκαταλήψεις, και με κοινό άξονα όλων την ιστορία που δένει τους πρωταγωνιστές, το έργο κινείται το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στο Λασίθι στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, στις πολυπολιτισμικές Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη, στο Αγιασολούκ -πόλη κοντά στο Κουσάντασι-, στη Μασσαλία, στις γειτονιές του Παρισιού του Τουλούζ Λωτρέκ. Σε όλα αυτά τα μέρη η συγγραφέας αποδίδει με μεστό, ζωντανό και δυναμικό τρόπο τις πολλαπλές μεταβάσεις των προσώπων, τα οποία, επεξεργάζεται με κάθε λεπτομέρεια.
Τα αναλύει, τους ασκεί κριτική, τα αξιολογεί παρουσιάζοντάς τα με έξυπνο τρόπο, μέσω των ίδιων των εαυτών τους. Σχηματίζει στα μέρη που έχει χωρίσει το βιβλίο της υποκεφάλαια με τίτλο το όνομα κάθε ενός προσώπου, και μεταφέρει, με τη γυναικεία γραφή της, την συνέχιση της ιστορίας της μέσα από τα δικά του μάτια, από την δική του δράση και –όπου η ίδια κρίνει αναγκαίο- από τη δική του διάλεκτο –όπως η υπηρέτρια Πιπίνα-.
Έτσι, σε πρώτο πρόσωπο ρίχνει φως διεισδυτικό στα προτερήματα και στα ελαττώματά απλών ανθρώπων –Κοραλία, Μιχριμπάν, Σουλεϊμάν-, μεγαλόκαρδων –καπετάν Σουκρού- και ποταπών –Αρβανίτης-, αρχόντων –Καλλιμάρκος-, αφοσιωμένων υπηρετών –Ζουλφέ, Αϊντά- και συμφεροντολόγων δούλων – Βάλια-, μάγων – Μπατ Αζούν- και πόρνων, φτηνών εραστών –Ζακ- , καλών φίλων –Μπεσιμέ, Φρανσουά ντε Λαρσέ-, ορκισμένων εχθρών -, στις καλές προθέσεις τους και στις ιδιοτελείς και παραδόπιστες ενέργειές τους, στα μίση, στις αγάπες και στις φιλοδοξίες τους, και δοκιμάζονται οι ίδιοι ανάμεσα σε πιστεύω, αξίες, φραγμούς θρησκείας, πατρίδες, θάλασσες, στεριές και όνειρα.
Χρησιμοποιούνται πολλές παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, αντιθέσεις, πλούσιο λεξιλόγιο, παρατηρείται ενδιαφέρουσα χρήση ρημάτων –«ναυάγησε το χιούμορ»- και συνεχής περιγραφή κάθε λογής εικόνων. Οι σπουδές της κ. Πετροπούλου κι η ενασχόλησή της με τη μόδα είναι φανερές σε όλο σχεδόν το έργο της, καθώς περιγράφει με παλλόμενη λεπτομέρεια τα ενδύματα, τα υποδήματα, τα αξεσουάρ τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άνδρες πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές της.
Εξαιρετικές είναι οι περιγραφές των μυρωδιών και ήχων. Είναι μάλιστα τόσο ωραία δοσμένα ώστε ο αναγνώστης μπορεί να αισθανθεί τα αρώματα, τις βαριές μυρωδιές των βαρελιών και των ψαριών, την ιδιαίτερη μυρωδιά της υγρασίας, της κλεισούρας και της μούχλας, τις γαργαλιστικές μυρωδιές των φαγητών, ακόμα και αυτές του συνωστισμού στα λιμάνια, και παράλληλα να ακούσει θορύβους, κλάματα, βελάσματα, οπλές αλόγων, φωνές μικροπωλητών.
Περιγράφονται με παλμό στιγμές φόβου, έντασης, κυνηγητού, στιγμές ανθρώπινες, καθημερινές, στιγμές περιδίνησης συναισθημάτων, έρωτα και θανάτου, στιγμές κατάπτωσης, εξάρτησης από φτηνά και άρρωστα πάθη –όπως η εξάρτηση από το όπιο κι από ανάξιους εραστές-, στιγμές συγκίνησης και ισοπέδωσης, στιγμές σιωπηλών και άφατων συμφωνιών, στιγμές θολές και στιγμές λεβεντιάς.
Για να προχωρήσει όπως η ίδια θέλει την ιστορία της κάνει πισωγυρίσματα σε χρόνο και σε τόπους, δημιουργεί πρόσωπα πολλά –όπως ο Ισκεντέρ κι η Βάλια- που ξεπηδούν την κατάλληλη στιγμή για να δώσουν λύση, για να συνεχίσουν την υπόθεση, για να υπηρετήσουν τον ρόλο που η συγγραφέας έχει πλάσει για αυτά, και για να τα «καταπιεί» λίγο αργότερα το ίδιο το έργο της και να τα εξαφανίσει εντελώς από τη σκηνή, αφήνοντας κάπου στην άκρη τους πρωταγωνιστές που περιμένουν καρτερικά τη δική τους σειρά να κάνουν επανεμφάνιση.
Το πεπρωμένο κι η τύχη κάνουν κύκλους σε όλα σχεδόν τα κεφάλαια. Έχει γίνει προσέγγιση τής μουσουλμανικής θρησκείας και των εξ αυτής εθίμων με απόλυτο σεβασμό. Όπως με σεβασμό έχει αποδοθεί η αγριότητα που η ίδια η ιστορία μάς έχει διαφυλάξει.
Το κείμενο προέρχεται φανερά από μια αστείρευτη πέννα που ιντριγκάρει τον αναγνώστη και δεν τον αφήνει να ξεκολλήσει από την μελέτη του και, είμαι βέβαιη, πως με αγωνία θα περιμένει την έκδοση του δεύτερου μέρους, προσδοκώντας την κάθαρση ως αρχαία τραγωδία και το κλείσιμο του κύκλου εκεί, κάπου στην αρχή, στα βουνά της Κρήτης.
Αργοστόλι, 12.7.2014
Ευρυδίκη Λειβαδά
*Η Ευρυδίκη Λειβαδά είναι ιστορικός και συγγραφέας

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014



Αλέξανδρος Μπάρας

Ένα μικρό σχόλιο για την ποίησή του
από την Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
 
Σου μοιάζει, φίλε μου, ο Μπάρας. Γι αυτό σ’ αρέσει. Έχει μιαν ανεπαίσθητη ειρωνεία, στοιχεία σίγουρα απ’ το καβαφικό έργο

’’ ηδυπαθή και νωχελή,/ τα ωραία σώματά τους/’’,

αλλά και το καρυωτακικό

Κάτι ατέλειωτες κηδείες/περνούνε κάθε βράδυ απ’ την ψυχή μου/κάτι πικρές μελαγχολίες/

ωραία γλώσσα που με βρίσκει λάτρη της, μεγάλα ποιήματα που θυμίζουν μπονσάι διηγήματα,( υιοθετεί στα περισσότερα ποιήματα την τεχνική του στιγμιότυπου), ταξίδια υπερπόντια, κυανές θάλασσες απέραντες, πάθος με τα καράβια αλλά και με τα ανθρώπινα πάθη,( σαν άλλος Καββαδίας) ,Τροπικούς πολύχυμους και πολύχρωμους, τανγκό, ‘’Βερμούδες και Πολυνησίες’’( σωρός χαμόγελα σ’ εξωτικό φόντο), διάττοντες αστέρες, αλλά και νύχτες ασέληνες, ρέμβη και ‘’ρόδινες αποχαυνώσεις’’, φως κυρίως, πολύ φως διάχυτο…Παράγει στίχους που σου μένουν κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο σ’ ένα ποιητή …
Νοσταλγικός βαθιά, ανθρωπογνώστης, ευγενής και ηδυπαθής…

Και βέβαια μου άρεσε. Σ’ ευχαριστώ, που μου τον σύστησες, καλέ μου Κώστα.


Βιογραφικό σημείωμα από την Βιβλιονέτ

Αναγνωστόπουλος Μενέλαος
Ψευδώνυμο: Μπάρας Αλέξανδρος
  
Τόπος Γέννησης:Κωνσταντινούπολη
Έτος Γέννησης:1906
Έτος Θανάτου:1990
Λογοτεχνικές Κατηγορίες:Πεζογραφία
Ποίηση
Μετάφραση
Βιογραφικό Σημείωμα
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ (1906 - 1990)


Ο Αλέξανδρος Μπάρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μενέλαου Αναγνωστόπουλου) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στα εφηβικά του χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έζησε για περισσότερο από δυο χρόνια στο Κάιρο της Αιγύπτου κοντά σε συγγενείς του. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει ποτέ. Εργάστηκε για τριανταπέντε χρόνια ως υπάλληλος του Διπλωματικού Σώματος στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης και από το 1966 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε ανά τον κόσμο. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες του Καΐρου και της Κωνσταντινούπολης. Το 1929 έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τη δημοσίευση στο περιοδικό Αλεξανδρινά Γράμματα του ποιήματος Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα, που θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή και το 1933 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Συνθέσεις. Συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά Ρυθμός, Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Πειραϊκά Γράμματα, Ποιητική Τέχνη, Τέχνη, Πυρσός κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με την ποιητική μετάφραση (Οχράν Βελή, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ κ.α.), την πεζογραφία, την αρθρογραφία και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο του Αλέξανδρου Μπάρα στο μεταίχμιο ανάμεσα στη μεσοπολεμική και τη νεώτερη ελληνική ποίηση, η οποία συνδυάζει επιρροές από την ειρωνεία του Καβάφη, τον κοσμοπολιτισμό του Κώστα Ουράνη, το πικρό χιούμορ του Καρυωτάκη και τις τάσεις της γαλλικής συμβολιστικής ποίησης.